Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Χριστόδουλος: «Ας στρέψουμε τά βλέμματα πρός τή Μεγάλη Ἰδέα...»


Άρθρο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου με τίτλο «Αποφράδα ημέρα» που δημοσιεύτηκε τον Μαϊο του 1984 λόγω της Μαύρης Τρίτης του 1453. Την 29η Μαΐου που έπεσε η Πόλη.

Ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου ἔχει χαρακτηρισθῆ ἀποφράδα γιά τόν ἑλληνισμό. Κατ᾽ αὐτήν «πῆραν τήν Πόλιν, πῆραν την, πῆραν τήν Σαλονίκη, πῆραν καί τήν Ἁγιά Σοφιά, τό μέγα μοναστῆρι». Ἡ ἅλωση τῆς Κων/λεως ἀπό τούς Τούρκους ὑπῆρξε τό μεγαλύτερο πλῆγμα στήν ἱστορία τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, γιατί μέ αὐτή ἔσβυσε ἡ χιλιόχρονη βυζαντινή αὐτοκρατορία πού ἐπί αἰῶνες βάσταζε τό «βάρος τῆς Ἀνθρωπότητας» μέ θυσία καί αὐτοπροσφορά γιά τόν πολιτισμό. Μέσα στό Βυζάντιο ἔζησε καί ἐμεγαλούργησε ὁ ἑλληνισμός. Ὁ Κ. Τριανταφύλλου παρατηρεῖ: 

«Τό ἑλληνικόν ἔθνος δέν ὑπάρχει ἁπλῶς. Κινεῖται, ἐξελληνίζει, κυριαρχεῖ εἰς τό Βυζάντιον. Καί συνειδητοποιεῖ τήν ἀποστολή του. Μέσα εἰς τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του θά εὕρη τρόπους ἐκλάμψεως καί κυρίως σταδιοδρομίας».

Στήν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, πλάϊ στίς ἀνθρώπινες σελίδες, πού ἀρκετές φορές ὑπῆρξαν σκιερές, ὑπάρχουν καί λαμπρές σελίδες ἀληθινοῦ μεγαλείου, γιατί τό Βυζάντιο εἶναι ὁ χῶρος ὅπου σέ στενή συνεργασία ἑλληνισμός καί χριστιανισμός ἐμεγαλούργησαν. Ἡ ἅλωση διέκοψε τή δημιουργική συνεργασία καί ἔφερε τό βάρβαρο ἀσιάτη μόνιμα στό εὐρωπαϊκό ἔδαφος. Κρίνοντας ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος τή συμφορά τοῦ ἑλληνισμοῦ, γράφει: 

«Ἡ ἱστορία μνημονεύει πολλῶν καταστροφῶν, αἵτινες ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται δραματικώτεραι καί καταπληκτικώτεραι τῆς Κων/λεως. Ἐνταῦθα τῷ ὄντι τό δίκαιον καί ἡ βία ἀντιπαρετάχθησαν κατ᾽ ἀλλήλων μετά ψυχροῦ τινός αἵματος. Οἱ δύο ἀντίπαλοι ἐμονομάχησαν ἀταράχως, ἠμποροῦμεν νά εἴπωμεν, ὁ μέν Μωάμεθ θαρρῶν εἰς τήν ὑλικήν δύναμιν, ὁ δέ Κων/νος πεποιθώς εἰς τόν ἠθικόν θρίαμβον. Τούτου δ᾽ ἕνεκα οὐδ᾽ ὁ φόβος ἀπέβη ὑπερβολικός καί τοσοῦτον μόνον ὅσος ἤρκει ἵνα ἀσφαλισθῆ ἡ νίκη τῆς βίας καί ἡ τιμή τοῦ δικαίου. Πράγματι, ὅμως, οὐδεμία τῶν ἱστορικῶν καταστροφῶν ἀπέβη τραγικωτέρα. Διότι διά τῆς ἁλώσεως ταύτης δέν ἔπεσε μόνον ἡ καταλυθεῖσα Βασιλεία, ἀλλ᾽ ἐπί χρόνον μακρόν ἐπεσκιάσθη κόσμος ὁλόκληρος πραγμάτων καί δογμάτων, ὅπως ὁ ἑλληνικός». 

Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί τῆς ἁλώσεως, ὅπως ὁ Δούκας, ὁ Κριτόβουλος, ὁ Φραντζῆς, ὁ Χαλκοκονδύλης, καί οἱ νεώτεροι, ὅπως ὁ Λάμπρου, ὁ Καρολίδης, ὁ Βασίλιεφ, ὁ Σουλμπερζέ συμφωνοῦν ὅτι ἡ πτῶσις τῆς Βασιλίδος εἶναι ἡ τραγικωτέρα συμφορά τοῦ Ἔθνους καί δι᾽ αὐτό προβάλλει σάν ἡ κορυφαία μορφή καί ἔκφραση τοῦ ἐθνικοῦ μας πόνου. Κανένα ἄλλο γεγονός δέν ἐθρήνησε ὁ λαός μας μέ λυρισμό ὅσο τήν ἅλωση. Τούς θρήνους δεχόμαστε καί σάν ἱστορικές πηγές γιά ἕνα σωρό λεπτομέρειες πού σχετίζονται μέ τό φρικτό τοῦτο γεγονός. Πεζός ἤ ἔμμετρος ὁ λόγος τοῦ λαοῦ μας ζωγράφισε ἔντονα μέσα στή συνείδησή του τή συμφορά, μαζί μέ τήν ἐλπίδα γιά τή μελλοντική ἀποκατάσταση. «Σώπασε κυρά Δέσποινα καί μή πολυδακρύζεις. Πάλι μέ χρόνους, μέ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι». Ἀλλά καί οἱ λαϊκές παραδόσεις, οἱ θρύλοι, τά παραμύθια μᾶς διασώζουν αὐτή τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκία. Μεγάλη ποικιλία ἐμφανίζουν τά θέματα τῶν λαϊκῶν μας παραδόσεων πού σχετίζονται μέ τήν ἅλωση. Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς, τά τηγανισμένα ψάρια, ἡ μαρμαρένια πλάκα, ἡ Ἅγια Τράπεζα τῆς Ἁγιά - Σοφιᾶς, ἡ κολόνα τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς, ὅλα μαζί διασώζουν τόν καημό τοῦ πονεμένου λαοῦ νά ξαναγυρίσει στίς ἑστίες του, νά συνεχίσει τή διακοπεῖσα παράδοσή του. 


Eἶναι μέσα στή συνείδησή μας ριζωμένη ἡ ἀλήθεια πώς ἡ Πόλη ἔπεσε μαχόμενη. Ἡ ἄποψη τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ ἐπιζητεῖ νά μειώσει τή σημασία τῆς ἁλώσεως. Ὁμιλεῖ γιά συμφωνία πρός παράδοση τῆς Πόλης ἀπό τόν Παλαιολόγο στόν Μωάμεθ. Ἀκόμη γιά ἄνοιγμα τῆς Κερκόπορτας δῆθεν ἀπό τούς ἀνθενωτικούς. Καμμιά ἱστορική πηγή τῆς ἐποχῆς δέν παραδίδει τέτοια μαρτυρία. Ὁ Κριτόβουλος, πού δέν εἶχε κανένα λόγο νά κολακεύσει τούς Βυζαντινούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης, ἀναφέρει ὅτι ὁ Γιουστινιάνης ἄνοιξε τήν πυλίδα «ἵνα προχείρως ἔχει διαβαίνειν ἐπί τό σταύρωμα». Τό ἄνοιγμα τῆς Κερκόπορτας δέν ἦταν προδοσία. Ἦταν ἔργο λησμονιᾶς μέσα στήν ἀντάρα καί τό βάρος τῆς πολυήμερης πολιορκίας. Ὁ Ἀλέξανδρος Διομήδης γράφει ὅτι «ἀφελής εἶναι ἡ κρίσις ἡ ἀποδίδουσα τήν κατάρρευσιν τοῦ Βυζαντίου εἰς μόνον τάς ἐμπαθεῖς καί ἀγόνους θεολογικάς ἔριδας, αἱ ὁποῖαι ἐδέσποζον καθ᾽ ὅλους ἐκείνους τούς χρόνους». 

Ὅταν βέβαια ἔπεσε ἡ Πόλη, τότε οἱ μέν σοφοί διασκορπίσθηκαν στήν Εὐρώπη μεταφέροντας σ᾽ αὐτήν τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ τους, τό ρωμέϊκο ὅμως ἔπεσε σέ βαθύ σκοτάδι, κάτω ἀπό τήν ἀδυσώπητη πίεση καί τή βία τοῦ Τούρκου δυνάστη. Ἐπί αἰῶνες τό Βυζάντιο ἐκάλυψε τήν εὐρωπαϊκή περιοχή ἀπό τίς ἰσλαμικές ἐπιδρομές καί ἔγινε τό ὑπόδειγμα κρατικῆς ὀργανώσεως γιά τή Δύση. Ὡς ἀξία ἰδιαιτέρας ἐξάρσεως ἔχει ἀναγνωρισθῆ ἡ ἐκπολιτιστική του ἐπίδραση ἐπί τῶν σλαυϊκῶν λαῶν. Οἱ περίφημες ἱεραποστολές τῶν Βυζαντινῶν μετέφεραν στούς βόρειους ἐκείνους λαούς τῆς Βαλκανικῆς τό φῶς και τό πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ μαζί μέ τόν πολιτισμό, πού ἀναπτύχθηκε στηριζόμενος στά αὐτόχθονα στοιχεῖα. Μερικοί, θέλοντας νά μειώσουν τοῦ Βυζαντίου τήν αἴγλη, τονίζουν τίς σκιερές πλευρές του καί ἀποσιωποῦν τά φωτεινά του σημεῖα, πού εἶναι πολλά. Ἀλλά, ὅπως λέει ὁ Κομιάκωφ, μεγάλος ρῶσος ἱστορικός, «ὅποιος ὁμιλεῖ γιά τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία μέ περιφρόνηση, ἔχει πλήρη ἄγνοια τῆς ἀμάθειάς του». Καί ὁ Λεβτσένκο ἔγραψε τό 1940: «Οἱ Ρῶσοι πῆραν τό Χριστιανισμό ἀπό τό Βυζάντιο. Μαζί μέ τό Χριστιανισμό οἱ Σλαῦοι πῆραν μερικά στοιχεῖα τοῦ ἀνώτερου πολιτισμοῦ».

Στή δύσκολη περίοδο πού ἀκολούθησε τήν ἅλωση, ἡ Ἐκκλησία συγκράτησε τό Ἔθνος. Ὁ γνωστός ἄγγλος ἱστορικός Ράνσιμαν γράφει σχετικά: «Ἡ σκλαβιά φέρνει ἀναπόφευκτα ἀποθάρρυνση καί οἱ Ἕλληνες δέν μπόρεσαν νά ξεφύγουν ἀπό τ᾽ ἀποτελέσματά της. Οἱ Ἕλληνες ἦταν ὑποχρεωμένοι ν᾽ ἀπαντοῦν στή διαφθορά μέ ἀπάτη καί στή ραδιουργία μέ ἀντιραδιουργία. Ἡ ἱστορία τῶν Ἑλλήνων ὑπό τούς Τούρκους δέν εἶναι ἐποικοδομητική καί προκαλεῖ μελαγχολία. Ὡστόσο, παρά τά σφάλματα καί τίς ἀδυναμίες της, ἡ Ἐκκλησία ἐπέζησε. Καί ὅσο ἐπιζοῦσε ἡ Ἐκκλησία, ὁ Ἑλληνισμός δέν μποροῦσε νά πεθάνει». 

Αὐτή ἡ τελευταία βαρυσήμαντη ρῆσι τοῦ διάσημου ἱστορικοῦ εἶναι ἀρκετή σάν ἀπάντηση σέ ὅσους, τώρα τελευταῖα, ἀμφισβητοῦν τή σημασία καί τό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στήν πορεία τοῦ Ἔθνους. Μετά τήν ἅλωση φάνηκε ἀκόμη περισσότερο αὐτός ὁ ρόλος, πού ὡδήγησε ὁλόκληρο τό Γένος μέσα ἀπό τή σκοτεινή δουλεία στήν αὐγή τῆς ἐλευθερίας. Τό ὅτι τό Ἔθνος τοῦ 18 21 ἦταν ἀπαράλλακτο τό Ἔθνος τοῦ 1453 , ὅπως χαρακτηριστικά παρατηρεῖ ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, καί τό ὅτι κράτησαν οἱ Ἕλληνες σέ κείνους τούς δίσεκτους χρόνους τήν ἐθνική τους γλῶσσα καί συνείδηση, αὐτό στήν Ἐκκλησία ὀφείλεται. 

Καί μπορεῖ μέν ἡ ἅλωση νά ἦταν συμφορά, ὅμως, χάρις στήν Ἐκκλησία, δέν ἦταν τό πλῆγμα θανάσιμο. Οἱ ραγιάδες ἔμειναν πιστοί στήν θρησκεία τους καί στήν πατρίδα τους καί, ξεπερνώντας μύριους κινδύνους, κατέκτησαν τήν ἐλευθερία. Ἄς ὑποκλιθοῦμε νοερά στή μνήμη τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Πόλης. Ἄς τιμήσουμε τούς ἀφανεῖς της ἥρωες, τόν Αὐτοκράτορα, τό Λαό, τούς ἄρχοντές του, τούς σοφούς. Ἄς ἀναλογισθοῦμε τίς σφαγές τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ πού ἀκολούθησαν τήν ἅλωση. 

Ἄς θυμηθοῦμε τά μοιρολόγια τοῦ λαοῦ μας, τούς θρύλους, τίς παραδόσεις του, ἄς στρέψουμε τά βλέμματα πρός τή Μεγάλη Ἰδέα, πού ἐγαλούχησε τίς γενιές τῶν πατέρων μας, ἄς ἀναπολήσουμε τά μεγαλεῖα πού χάσαμε, τή γῆ πού διωχθήκαμε. Ἄς πυργώσουμε μέσα μας τήν ἐλπίδα, ἄς μή συμβιβασθοῦμε μέ τίς ἐπιταγές τῶν Μεγάλων, πού θέλησαν μιάν Ἑλλάδα μικρή καί ἀσήμαντη. Ἄς διατηρήσουμε στά στήθη μας ζωντανή τή φλόγα γιά τίς χαμένες, μά ὄχι λησμονημένες, πατρίδες. Ἄς ὁρκισθοῦμε νά ζήσουμε καί ν᾽ ἀγωνισθοῦμε κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας γι᾽ αὐτές. Ἄς μή θάψουμε τά ὄνειρα τοῦ Γένους. Ἄς ἀνάψουμε τό κερί τῆς εὐλαβείας μας πρός τούς ἀθάνατους νεκρούς μας καί ἄς τιμήσουμε τή θυσία τους. Οἱ λαοί πού ξεχνοῦν τήν ἱστορία τους, εἶναι καταδικασμένοι νά πεθάνουν. Κι ἐμεῖς πρέπει νά ζήσουμε. Νά ζήσουμε γιά νά συνεχίσουμε ὅ,τι ἄλλοι σταμάτησαν. Νά συνεχίσουμε τήν πορεία μας, νά δικαιώσουμε τήν ἱστορία μας.