Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Ναυμαχία της Σαλαμίνας (Πλούταρχος)


Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας όπως την καταγράφει ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς

10. Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής επειδή δεν μπορούσε με ανθρώπινους συλλογισμούς να πάρει με το μέρος του το πλήθος (των Αθηναίων) έθεσε σε ενέργεια κάποια μηχανή, όπως συνέβαινε στις αρχαίες τραγωδίες· τους έφερε κάποια θεϊκά σημάδια και χρησμούς.
Ως σημείο έφερε το δράκοντα, ο οποίος τις μέρες εκείνες φαίνεται ότι εξαφανίστηκε από το σηκό του ναού· και επειδή οι ιερείς έβρισκαν άθικτες τις παρατιθέμενες σ' αυτόν καθημερινές προσφορές, το ανάγγειλαν στο λαό και τότε ο Θεμιστοκλής έδινε την εξήγηση, ότι η θεά είχε εγκαταλείψει την πόλη και τους υποδεικνύει το δρόμο προς τη θάλασσα. Με το χρησμό πάλι προσπαθούσε να παρασύρει το λαό και έλεγε ότι το ξύλινο τείχος δε σημαίνει τίποτα παρά μόνο τα πλοία· γι' αυτό ο θεός και τη Σαλαμίνα αποκάλεσε θεία, όχι φοβερά ούτε αθλία, διότι θα πάρει την επωνυμία κάποιου μεγάλου ευτυχούς για τους Έλληνες γεγονότος. Αφού επικράτησε η γνώμη του πρότεινε να γίνει αποδεκτό ψήφισμα (με το οποίο οριζόταν) ότι την πόλη θα την εμπιστευτούν στην Αθηνά, η οποία προστατεύει τους Αθηναίους, κι όλοι όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία θα επιβιβαστούν στα πλοία, και καθένας θα προσπαθήσει κατά το δυνατό να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους. Αφού επικυρώθηκε το ψήφισμα, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έστειλαν για ασφάλεια στην Τροιζήνα τα παιδιά και τις γυναίκες τους, οι δε Τροιζήνιοι τους υποδέχτηκαν με μεγάλη προθυμία· γι' αυτό και πήραν την απόφαση να τους διατρέφουν με δημόσια δαπάνη, δίνοντας στον καθένα δύο οβολούς καθημερινά, και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίρνουν οπώρες από παντού, επίσης να μισθοδοτούν δασκάλους για την εκπαίδευσή τους. Αυτό το ψήφισμα το έγραψε ο Νικαγόρας.

Επειδή όμως δεν υπήρχαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο των Αθηναίων, ο μεν Αριστοτέλης διηγείται, ότι η βουλή του Αρείου Πάγου χορήγησε οκτώ (8) δραχμές σε καθένα από τους στρατευομένους Αθηναίους και έγινε έτσι ο κύριος συντελεστής να καταρτιστούν τα πληρώματα των πλοίων κι ο Κλείδημος όμως και τούτο το θεωρεί τέχνασμα του Θεμιστοκλή. Διηγείται, δηλαδή, ότι ενώ κατέβαιναν οι Αθηναίοι στον Πειραιά χάθηκε το γοργόνειο από το άγαλμα της θεάς. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, προσποιούμενος ότι το αναζητεί ενώ διερευνούσε τα πάντα, έβρισκε διαρκώς κρυμμένα στις αποσκευές (των Αθηναίων) πολλά χρήματα, με τα οποία, όταν συγκεντρώθηκαν, οι επιβαίνοντες στα πλοία απέκτησαν πολλά εφόδια.

Όσο χρόνο οι Αθηναίοι έπλεαν έξω από την πόλη, το θέαμα τούτο στους άλλους προξενούσε οίκτο, άλλοι όμως θαύμαζαν την τόλμη τους, γιατί έστειλαν τις οικογένειές τους σε άλλους τόπους, ενώ οι ίδιοι παρέμεναν ασυγκίνητοι στις οιμωγές και τα δάκρυα των γονιών και στους εναγκαλισμούς τους, διέβαιναν στη Σαλαμίνα. Αλλά πολλοί όμως από τους πολίτες, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών αφήνονταν στην πόλη, προκαλούσαν οίκτο. Υπήρχε ακόμα και κάποια συγκινητική εκδήλωση, η οποία έφερε τον οίκτο, και η οποία προκλήθηκε από τα ήμερα και οικόσιτα ζώα, τα οποία με ουρλιάσματα εκδήλωναν τον πόθο τους τρέχοντας κοντά σε κείνους που τα έτρεφαν, ενώ επιβιβάζονταν στα πλοία. Μεταξύ των ζώων τούτων ήταν και ο σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του Περικλή, για τον οποίο λένε ότι επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον αποχωρισμό του απ' αυτόν πήδησε στη θάλασσα και κολυμπώντας κοντά στο πλοίο, έπεσε έξω στη Σαλαμίνα, όπου λιποθύμησε και αμέσως πέθανε. Τάφος αυτού του σκύλου λένε ότι είναι το σημείο το οποίο σώζεται μέχρι τώρα και ονομάζεται Κυνός σήμα.

11. Κι αυτά είναι, βέβαια, μεγάλα κατορθώματα του Θεμιστοκλή· όταν όμως αντιλήφθηκε ότι οι συμπολίτες του ποθούσαν την επιστροφή του Αριστείδη, γιατί φοβόντουσαν μήπως από αγανάκτηση πάει με το μέρος των βαρβάρων κι έτσι ανατρέψει τα πράγματα της Ελλάδας, διότι είχε εξοριστεί πριν από τον πόλεμο αφού νικήθηκε από το Θεμιστοκλή στις μεταξύ τους πολιτικές διαμάχες, υπέβαλε ψήφισμα, με το οποίο επιτρεπόταν σε κείνους οι οποίοι είχαν εξοριστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να επανέλθουν στην πατρίδα και μαζί με τους άλλους συμπολίτες να ενεργούν και να προτείνουν τα κατεξοχήν συμφέροντα στην Ελλάδα.

Όταν ο Ευρυβιάδης, ο οποίος είχε βέβαια την αρχηγία του στόλου λόγου του μεγάλου κύρους της Σπάρτης, ήταν όμως άτολμος στην ώρα του κινδύνου, ήθελε να αποπλεύσει στον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και ο πεζικός στρατός των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής έφερε αντιρρήσεις. Τότε, διηγούνται, ότι λέχτηκαν αυτά τα οποία διαφυλάσσονται ως μνημειώδη. Όταν, δηλαδή, ο Ευρυβιάδης είπε προς αυτόν: "Στους αγώνες, Θεμιστοκλή, ραπίζουν εκείνους που σηκώνονται πριν έρθει ο κατάλληλος χρόνος", ο Θεμιστοκλής απάντησε: "Ναι, αλλά δε στεφανώνουν όσους μένουν πίσω". Επειδή όμως ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του, για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του είπε: "Χτύπησέ με, αλλά να με ακούσεις". Ο Ευρυβιάδης θαύμασε τότε τον ήμερο χαρακτήρα του Θεμιστοκλή και τον προέτρεψε να μιλήσει, κι ο Θεμιστοκλής άρχισε να του απευθύνει το λόγο. Αλλά όταν την ώρα εκείνη τόλμησε να πει κάποιος, ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει πατρίδα, δεν είναι ορθό να προτείνει σε εκείνους, οι οποίοι έχουν, να εγκαταλείψουν και να παραμελήσουν τις δικές τους πατρίδες, ο Θεμιστοκλής, αφού έστρεψε προς αυτόν το λόγο τού απάντησε: "Εμείς, άθλιε, εγκαταλείψαμε πράγματι τα σπίτια μας και τα τείχη της πόλεως, γιατί θεωρούμε ορθό να ζούμε ως δούλοι διασώζοντας τα άψυχα. Αλλά εμείς έχουμε μεγαλύτερη πόλη από όλες τις ελληνικές, αυτά δηλαδή τα διακόσια μας πολεμικά πλοία, τα οποία τώρα σας παραστέκουν ως βοηθοί, αν θέλετε να σωθείτε με τη βοήθειά τους. Αν όμως φύγετε από εδώ προδίδοντας μας για δεύτερη φορά, αμέσως θα πληροφορηθούν όλοι οι Έλληνες, ότι οι Αθηναίοι έχουν αποκτήσει άλλη ελεύθερη πόλη κι άλλη χώρα όχι λιγότερη αξιόλογη από κείνη την οποία έχασαν". Όταν είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, ανησυχία και φόβος κατέλαβε τον Ευρυβιάδη, μήπως οι Αθηναίοι του εγκαταλείψουν και φύγουν. Και όταν ο Ερετριέας δοκίμασε να πει κάτι προς αυτόν, εκείνος απάντησε: "Έχετε πράγματι τη θρασυδειλία να πείτε κάτι για τον πόλεμο εσείς, οι οποίοι έχετε μαχαίρι, όπως τα καλαμάρια, καρδιά όμως δεν έχετε"

12. Μερικοί διηγούνται ότι όση ώρα ο Θεμιστοκλής συζητούσε γι' αυτά τα θέματα, πάνω από το κατάστρωμα του πλοίου φάνηκε να πετάει μια κουκουβάγια προ το δεξιό μέρος των πλοίων κα να κάθεται στα ξάρτια κάποιου πλοίου. Γι' αυτό λοιπόν προπάντων συμφώνησαν με τη γνώμη του και άρχισαν να προπαρασκευάζονται για να ναυμαχήσουν. Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών, προσεγγίζοντας προς τις ακτές της Αττικής κατά τη μεριά του Φαλήρου, κατακάλυψε τους γύρω γιαλούς, και αυτός ο ίδιος ο βασιλιάς κατέβηκε προς τη θάλασσα με το πεζικό στρατό του και φάνηκε με όλες τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες, οι λόγοι του Θεμιστοκλή έφυγαν από τα αυτιά των Ελλήνων και οι Πελοποννήσιοι έστρεφαν πάλι τα βλέμματά τους με φόβο προς τον Ισθμό, και το έφεραν βαριά, αν κάποιος τους πρότεινε κάτι άλλο και πήραν την απόφαση να αποχωρήσουν τη νύχτα και δόθηκε εντολή στους κυβερνήτες να ετοιμαστούν για απόπλου. Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής έχοντας στεναχωρεθεί από τη σκέψη ότι οι Έλληνες αφήνουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον τόπο αυτό και τα στενά και θα διαλυθούν στις πόλεις τους, σχεδίαζε και κατέστρωνε το τέχνασμα με το Σίκινο.

Κι ήταν ο Σίκινος Πέρσης στην καταγωγή, αιχμάλωτος, αλλά συμπαθούσε το Θεμιστοκλή και ήταν παιδαγωγός των παιδιών του. Αυτόν τον έστειλε κρυφά στον Ξέρξη και τον διέταξε να του πει, ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, επειδή ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του βασιλιά, παραγγέλλει πρώτος σ' αυτόν ότι οι Έλληνες πρόκειται ν' αποδράσουν και τον προτρέπει να μην τους αφήσει να διαφύγουν, αλλά τώρα όση ώρα βρίσκονται σε ταραχή, απομονωμένοι από το πεζικό, να επιτεθεί εναντίον του και να καταστρέψει τη ναυτική τους δύναμη. Τους λόγους αυτούς τους δέχτηκε ο Ξέρξης σαν να ειπώθηκαν από ευμένεια προς αυτόν και ευχαριστήθηκε και αμέσως διέταξε τους αρχηγούς των πλοίων να ετοιμάζουν τα πληρώματα των πλοίων ήσυχα, και να αποπλεύσουν με διακόσια πλοία και να περικυκλώσουν από παντού τον πορθμό και να περιζώσουν τα νησιά, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς.

Και όσο χρόνο συμβαίνανε αυτά, ο Αριστείδης ο γιος του Λυσιμάχου, ο οποίος πρώτος τα αντιλήφθηκε, έφτασε στη σκηνή του Θεμιστοκλή, του οποίου όχι μόνο δεν ήταν φίλος αλλά αντίθετα, από το γεγονός ότι είχε εξοριστεί, καθώς έχω πει. Αφού ήλθε στο Θεμιστοκλή, του ανακοίνωσε την κύκλωση. Κι ο Θεμιστοκλής, επειδή γνώριζε και τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού και θαύμαζε την παρουσία του εκείνη την ώρα, του εξέθεσε το σχέδιό του με το Σίκινο και τον παρακαλούσε να σταθεί στο πλευρό των Ελλήνων και να δείξει, επειδή παρείχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ίση μ' αυτόν προθυμία, για να διεξαγάγουν τη ναυμαχία στα στενά. Ο Αριστείδης, λοιπόν, αφού παίνεσε γι' αυτά το Θεμιστοκλή, προσερχόταν έπειτα στους στρατηγούς και τους κυβερνήτες των πλοίων και τους παρότρυνε στη μάχη. Ενώ όμως εκείνοι εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστοι κατέπλευσε απρόσκλητο ένα Τηνιακό πολεμικό πλοίο, το οποίο το κυβερνούσε ο Παναίτιος, και ανάγγειλε την κύκλωση, ώστε τώρα οι Έλληνες όχι μόνο πιεζόμενοι από την ανάγκη αλλά και με πολύ θάρρος αποφάσισαν να ορμήσουν προς την επικίνδυνη ναυμαχία.

13. Όταν ξημέρωσε ο Ξέρξης καθόταν σε ψηλό μέρος και επιθεωρούσε το στόλο του και τη στρατιωτική παράταξη, πάνω από τον τόπο όπου ήταν, καθώς γράφει ο Φανόδημος, ο ναός του Ηρακλή, και στο χώρο όπου με μικρό πέρασμα διαχωρίζεται η Σαλαμίνα από την Αττική. Αλλά κατά τα λεγόμενα του Ακεστόδωρου εγκαταστάθηκε σε κάποιο άλλο μέρος των συνόρων προς τη Μεγαρίδα, πάνω από τα καλούμενα Κέρατα, όπου τοποθέτησε ένα χρυσό θρόνο, κοντά στον οποίο στέκονταν πολλοί γραμματείς, των οποίων το έργο ήταν να καταγράφουν όσα επρόκειτο να γίνουν στη ναυμαχία.

Και στο διάστημα που ετοιμαζόταν ο Θεμιστοκλής να προσφέρει θυσία κοντά στη ναυαρχίδα του, του έφεραν τρεις αιχμαλώτους, οι οποίοι ήταν ωραιότατοι στο πρόσωπο, ντυμένοι με λαμπρά φορέματα και στολισμένοι μεγαλοπρεπώς με χρυσά κοσμήματα. Λέγονταν γι' αυτούς ότι ήταν παιδιά της αδελφής του βασιλιά (Ξέρξη) Σανδαύκης και του Αρταΰκτου. Όταν του είδε ο μάντης Ευφραντίδης, καθώς από τη μια αναπήδησε από τα σφάγια κάποια μεγάλη λάμψη που φαινόταν από παντού και από την άλλη ακούστηκε ταυτοχρόνως από τα δεξιά του κάποιο πτάρνισμα ως δηλωτικό σημείο, αφού χαιρέτισε με το δεξί του χέρι το Θεμιστοκλή τον προέτρεψε ν' αρχίσει την τελετή της θυσίας από τους νέους και, αφού προσευχηθεί, να τους θυσιάσει όλους προς τιμή του ωμηστού Διονύσου· γιατί έλεγε ο μάντης ότι έτσι θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους και τη νίκη. Αν και ο Θεμιστοκλής εξεπλάγη, γιατί ο λόγος αυτός του μάντη ήταν υπερβολικός και φοβερός, καθώς όμως συνήθως συμβαίνει στους μεγάλους αγώνες και σε δύσκολες περιστάσεις, οι περισσότεροι, επειδή υποστήριζαν την ελπίδα της σωτηρίας τους μάλλον στα παράλογα παρά στα λογικά, επικαλούνταν το θεό με μια συγχρόνως φωνή και αφού οδήγησαν τους αιχμαλώτους κοντά στο βωμό εξανάγκασαν να γίνει η θυσία με τον τρόπο που υπέδειξε ο μάντης. Αυτά λοιπόν διηγείται ο Φανίας ο Λέσβιος, ο οποίος ήταν φιλόσοφος και δεν στερούνταν πείρας σε ιστορικά θέματα.

14. Για τον αριθμό των βαρβαρικών πολεμικών πλοίων ο ποιητής Αισχύλος, μπορώντας να ξέρει και να δώσει βέβαιες πληροφορίες, στην τραγωδία του "Πέρσαι" λέγει τα εξής:
"Ο Ξέρξης, και αυτό βεβαίως το γνωρίζω, είχε υπό τις διαταγές του χίλια συνολικά πλοία· και από αυτά ήσαν ταχύτατα διακόσια επτά· έτσι τα υπολόγισαν".
Από τα Αττικά πλοία, τα οποία συνολικά ήταν εκατόν ογδόντα, καθένα είχε στο κατάστρωμα δεκαοκτώ μαχητές, από τους οποίους τέσσερις ήταν τοξότες και οι άλλοι οπλίτες.

Φαίνεται δε, ότι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος εξίσου επωφελώς προς τον τόπο γνώριζε να διακρίνει και τον κατάλληλο καιρό, παραφύλαξε να μην παρατάξει πρωτύτερα τα δικά του πλοία αντιμέτωπα προς τα βαρβαρικά παρά μόνο όταν έλθει η συνηθισμένη ώρα, κατά την οποία πνέει από το πέλαγος ισχυρός άνεμος και το κύμα σηκώνεται δια μέσου των στενών. Διότι αυτό (το κύμα), τα ελληνικά πλοία που ήταν χαμηλά και δεν υψωνόταν πολύ από την επιφάνεια της θάλασσας, δεν τα έβλαπτε, αντίθετα όμως τα βαρβαρικά πλοία, τα οποία είχαν ψηλές πρύμνες και υπερέχοντα καταστρώματα και ήταν δυσκίνητα λόγω του όγκου τους τα κύματα που έπεφταν πάνω τους τα έβγαζαν από την πορεία τους και τα παρέδιναν με πλάγια κατεύθυνση στους Έλληνες, για να τα κτυπούν. Και οι Έλληνες επιτίθονταν με ορμή εναντίον τους και είχαν την προσοχή τους στραμμένη προς το Θεμιστοκλή, γιατί πίστευαν, ότι αυτός προπάντων έβλεπε τι τους συνέφερε, κι ακόμη γιατί ο Αριαμένης, ο ναύαρχος του Ξέρξη, που ήταν άνδρας γενναίος και ο πιο δυνατός και δίκαιος από τους άλλους αδελφούς του βασιλιά, κυβερνώντας μεγάλο πλοίο έριχνε σαν επάνω από τείχος τόξα και ακόντια εναντίον εκείνου (του Θεμιστοκλή). Σ' αυτόν λοιπόν (τον Αριαμένη) ο Αμεινίας από τη Δεκέλεια και ο Σωκλής από την Παιανία πλέοντας μαζί στο ίδιο πλοίο, καθώς τα πλοία τους συγκρούστηκαν αντιμέτωπα και καθώς ενώθηκαν με τα έμβολα μπλέχτηκαν, αντέταξαν άμυνα, όταν πήδησε στο δικό τους πλοίο και κτυπώντας τον με δόρατα τον έριξαν στη θάλασσα και το σώμα του, το οποίο φερόταν εδώ και κει με άλλα συντρίμμια των πλοίων, το αναγνώρισε η Αρτεμισία και το μετέφερε στον Ξέρξη.

15. Όσο χρόνο ο αγώνας βρισκόταν σ' αυτήν την κρίσιμη φάση, λέγουν ότι αναπήδησε από την Ελευσίνα ένα μεγάλο και λαμπρό φως και στο Θριάσιο πεδίο ξαπλώθηκε ένας ισχυρός ήχος και μία δυνατή φωνή, που ακούγονταν μέχρι τη θάλασσα, σαν να προέρχονταν από πολλούς μαζί ανθρώπους, οι οποίοι έπαιρναν μέρος στη πομπή του μυστικού Ιάκχου. Και φάνηκε ότι από το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι κραύγαζαν ανέβαινε σιγά σιγά από τη γη ένα σύννεφο, το οποίο πάλι υποχωρούσε και έπεφτε πάνω στα πλοία. Άλλοι νόμιζαν ότι έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα οπλισμένων ανδρών, οι οποίοι ύψωναν από την Αίγινα τα χέρια τους προς τα ελληνικά πλοία (για να τα προστατέψουν). Αυτοί υπέθεταν ότι είναι οι Αιακίδες, τους οποίους τους είχαν επικαλεστεί με ευχές πριν από τη μάχη, για να έλθουν να τους βοηθήσουν.

Πρώτος λοιπόν ο τριήραρχος Λυκομήδης κυρίευσε εχθρικό πλοίο, από το οποίο απέκοψε τα παράσημα και τα αφιέρωσε στο δαφνοφόρο Απόλλωνα, στη Φλύα. Οι άλλοι Έλληνες, καθώς έγιναν ίσοι στον αριθμό με τα πλοία των βαρβάρων, οι οποίοι λόγω του στενού πορθμού ήταν αναγκασμένοι να επιτίθενται κατά μικρά τμήματα και προσέκρουαν μεταξύ τους, έτρεψαν τους βαρβάρους σε φυγή, αφού αυτοί κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση ως το δειλινό και έτσι κατήγαγαν την ωραία εκείνη και περιώνυμη νίκη καθώς έχει πει ο Σιμωνίδης, της οποίας λαμπρότερο θαλάσσιο έργο ούτε από τους Έλληνες έχει κατορθωθεί ούτε από τους βαρβάρους, χάρη στην ανδρεία και την κοινή πρόθυμη διάθεση όλων όσοι πήραν μέρος στη ναυμαχία και στη φρόνηση και τη μεγάλη ικανότητα του Θεμιστοκλή.