Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Θαυμασμός της Δυτικής Ευρώπης για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι

«Εάν μπορούσα να γράψω έστω κι ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι, θα απέρριπτα ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα»
 Γκαίτε


Το καλοκαίρι του 1815 ο Γκαίτε πήγε για λουτρά στη γερμανική λουτρόπολη Βιζμπάντεν. Εκεί συναντήθηκε και με τον Καποδίστρια. Εκεί συναντήθηκε και με, τον Χαξτχάουζεν, ο οποίος είχε ήδη μια αρκετά καλή συλλογή από ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα χέρια του, που τα είχε συλλέξει από ανθρώπους της υπαίθρου. Ο Γκαίτε - και άλλοι – τον προτρέπουν να τα εκδώσει.
Μάλιστα ο Γκαίτε δημοσίως, μέσω του περιοδικού «Kunst und Alterum». Παρά ταύτα, ο Χαξτχάουζεν καθυστερεί και αρκείται στην κυκλοφορία τους σε αντίγραφα, από χέρι σε χέρι λογίων. Η επίσημη αιτιολογία του είναι ότι δεν είχε τις απαραίτητες φιλολογικές και εθνολογικές γνώσεις για να σχολιάσει και να αναλύσεις αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Έτσι, και με την αναγγελία της έκδοσης της συλλογής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Γάλλου Κλωντ Φωριέλ, η συλλογή Χαξτχάουζεν σταμάτησε να ενδιαφέρει και δεν είδε το φως της δημοσιότητας, παρά μόνο το 1935.

Το 1815 ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, κάνει μια συγκέντρωση στο σπίτι του, στη Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι! Όπως είχε γράψει και στον υιό του, Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»!

Το 1815 ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, κάνει μια συγκέντρωση στο σπίτι του, στη Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι! Όπως είχε γράψει και στον υιό του, Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»! Κάτι παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε - σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά - το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:

Γιατ’  είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα; 
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει; 
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει. 
Μόν’  εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους. 
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι, 
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα. 
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν: 
Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση, 
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν 
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια». 
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω, 
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους, 
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»… 


Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Ο Φωριέλ είχε μια εισαγωγή - ανάλυση για κάθε τραγούδι και μια εκτενή εισαγωγή 100 σελίδων για όλο το πόνημά του, που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις πλέον εμβριθείς που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Το 1826 η συλλογή αυτή, που έκανε πάταγο στη Γαλλία, μεταφράστηκε από τον Muller στα γερμανικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά.  Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Ο Γκαίτε, λοιπόν, εξομολογήθηκε πως τον συνεπήραν αυτές οι εικόνες και κάλεσε τους ζωγράφους για να τους τις διαβάσει και να τις ζωγραφίσουν!

Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Ο Φωριέλ είχε μια εισαγωγή - ανάλυση για κάθε τραγούδι και μια εκτενή εισαγωγή 100 σελίδων για όλο το πόνημά του, που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις πλέον εμβριθείς που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Το 1826 η συλλογή αυτή, που έκανε πάταγο στη Γαλλία, μεταφράστηκε από τον Muller στα γερμανικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά.  Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. 

Αποσπάσματα από την συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Claude Fauriel:

Κλωντ Φοριέλ - Ελληνικά δημοτικά τραγούδια
«Δεν έχω παρά λίγα λόγια να πω και θα τα απευθύνω στους Έλληνες. Αν ξαναποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, αν έρθει η ώρα που θα μπορούν να καλλιεργήσουν με την ησυχία τους τις σπάνιες ικανότητες που τους χάρισε η φύση,το καθετί δίνει την ελπίδα πως σύντομα θα φτάσουν και θα ξεπεράσουν τον πολιτισμό των άλλων λαών της Ευρώπης.Οι επιστήμες θα ξανανθίσουν, η φιλοσοφία θα ανοίξει καινούριες σχολές και οι καλές τέχνες θα δημιουργήσουν καινούρια αριστουργήματα. Θα έχουν επίσης δίχως άλλο μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, όπου η τέχνη θα έχει πετύχει όλα όσα μπορεί να πετύχει. Αλλά οι τόσο ωραίες ελπίδες ας μην τους κάνουν να περιφρονήσουν ένα έργο ταπεινό και εύκολο. Ας βιαστούν να συλλέξουν ότι δεν έχει χαθεί από τα λαϊκά τραγούδια.Η Ευρώπη θα τους χρωστάει χάρη για ότι θα κάνουν για να τα διατηρήσουν, και μια μέρα θα χαίρονται να μπορούν να συσχετίσουν με τα προϊόντα μιας ποίησης λόγιας και καλλιεργημένης αυτά τα απλά μνημεία της ιδιοφυίας, της ιστορίας και εθίμων των πατέρων τους».


''Εκτός από την φρίκη να πιαστούν ζωντανοί, οι κλέφτες δεν φοβόντουσαν τίποτε τόσο, αν πληγώνονταν σοβαρά σε μια άτυχη ή αβέβαιη μάχη, όσο μην τους κόψουν οι Τούρκοι το κεφάλι και το φέρουν, κατά την συνήθεια τους σε μέρη όπου θα το εκθέτανε στα μάτια μουσουλμάνων και Ελλήνων, αντικείμενο χαράς και περιπαιγμού για τους πρώτους, πόνου και λύπησης για τους άλλους. Είναι η πιο σοβαρή και ιερή παράκληση που είχε να κάνει στους συντρόφους του ένας κλέφτης που ψυχοραγούσε σε μια μάχη που την έβλεπε χαμένη, ήταν να του κόψουν το κεφάλι γρήγορα και να το πάρουν μαζί τους, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Αυτό το περήφανο συναίσθημα για την τιμή πέρα από την ζωή,εκφράζεται με τρόπο συγκινητικό σε πολλά κλέφτικα τραγούδια:

«Φίλε, κόψε μου το κεφάλι ώστε οι εχθροί που φτάνουν να μην το πάρουν και το εκθέσουν στα βλέμματα των περαστικών. Οι εχθροί μου θα το βλέπουν και θα σκιρτά η καρδιά τους από χαρά. Θα το βλέπει και η μάνα μου και θα πεθαίνει από τον πόνο»

«Οι βουνίσιοι αγαπούν μόνο τα κλέφτικα ή αυτά που τους δίνουν κάποια εικόνα για την ζωή των αγρών ή των βοσκών, κοντολογίς αυτά όπου το καθετί είναι περήφανο, απλό και αγνό όπως αυτοί. Τα τραγούδια των πόλεων που τα περισσότερα αναφέρονται σε ερωτικές περιπέτειες ή αισθήματα, δεν τους πολυαρέσουν, αν δεν τους προσβάλλουν κιόλας, συχνά μάλιστα τους προσβάλλει και η παραμικρή ελευθερία έκφρασης ή σκέψης. Περιλαμβάνουν αδιακρίτως όλα τα τραγούδια των πόλεων στην ονομασία ''τραγούδια πουστικά''. Αυτή η τελευταία έκφραση, δανεισμένη από τα τούρκικα για να δηλώσει εκείνο το είδος της μαλθακότητος και της διαφθοράς που κάνει τους Τούρκους να αναζητούν την συντροφιά μικρών αγοριών, χαρακτηρίζει ακόμα και την περιφρόνηση των χωρικών για τα έθιμα των τυράννων τους, καθώς και πόσο λίγο λογαριάζουν εκείνην την μερίδα του ελληνικού πληθυσμού που τους μιμείται».