Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Η Άλωση της Πόλης (Μιχαήλ Δούκας)


Η Άλωση της Πόλεως όπως την κατέγραψε ο Μιχαήλ Δούκας

ΧΧΧΙΙΙ. 3. Εκείνος, ο Μεχμέτ δηλαδή, έφτασε στη Μαγνησία στα μέσα του Γενάρη. Μόλις πέρασε ο Γενάρης, στις πέντε Φεβρουαρίου, έφτασε σαν γοργόφτερος αετός κάποιος από τους ταχυδρόμους και του έδωσε στα χέρια του μια επιστολή προσεκτικά σφραγισμένη.
Αφού λοιπόν την άνοιξε και τη διάβασε, πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Η επιστολή είχε σταλεί από τους βεζίρηδες, το Χαλίλ και τους υπόλοιπους. Τον πληροφορούσαν για το θάνατο του πατέρα του και του ζητούσαν να σπεύσει εκεί, να καβαλήσει, αν είναι δυνατόν, το φτερωτό άλογο τον Πήγασο, και να φτάσει στη Θράκη, πριν να ακουστεί στα γύρω έθνη η αναγγελία για το θάνατο του ηγεμόνα.

5. Τι λαμπρή τελετή ήταν εκείνη που διοργανώθηκε την επόμενη, σύμφωνα άλλωστε με τα έθιμα. Ο νεαρός ηγεμόνας, που μόλις είχε ανέλθει στην εξουσία, καθόταν στον πατρικό θρόνο – ω γεγονός ανάρμοστο και ωστόσο επιτρεπτό από το Θεό, κατά παραχώρηση, εξαιτίας των αμαρτιών μας. Απέναντί του στέκονταν όρθιοι όλοι οι σατράπες και κάπως πιο μακριά οι βεζίρηδες του πατέρα του, ο Χαλίλ πασάς και ο Ισάκ πασάς. Οι δικοί του βεζίρηδες όμως, ο ευνούχος Σιχάν δηλαδή και ο Ιμπραήμ, βρίσκονταν δίπλα του, σύμφωνα με τη συνήθεια. Τότε ο ηγεμόνας ρώτης το βεζίρη του Σαχήν: «Γιατί στέκονται τόσο μακριά οι βεζίρηδες του πατέρα μου; Κάλεσέ τους αμέσως και ζήτησε από το Χαλίλ να καθίσει στη θέση που του αρμόζει. Παράλληλα, ο Ισάκ ας επέλθει στην Προύσα μαζί με τους υπόλοιπους άρχοντες της Ανατολής, για να ενταφιάσει το σώμα του πατέρα μου· στο εξής μάλιστα αυτός θα επιστατεί των θεμάτων της Ανατολής».

12. Παρομοίως, όταν οι δύστυχοι και δύσμοιροι Ρωμαίοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης μαζί με το δεσπότη Κωνσταντίνο πληροφορήθηκαν και αυτοί τη διαδοχή στην εξουσία, έστειλαν αμέσως πρέσβεις για να συλλυπηθούν και συγχαρούν το νέο αρχηγό για την ανάρρησή του. Ποιοι, ποιον; Τα πρόβατα το λύκο, τα πουλάκια το φίδι, οι ετοιμοθάνατοι τον ίδιο τους το Χάρο. Εκείνος μάλιστα ο πριν από τον Αντίχριστο Αντίχριστος, ο καταστροφέας του ποιμνίου του Ιησού Χριστού, ο εχθρός του Σταυρού και όλων όσων πιστεύουν σε Εκείνον που μαρτύρησε επάνω Του, φόρεσε προσωπείο φιλίας, σαν μαθητής του μεταμορφωμένου σε φίδι Σατανά, και υποδέχτηκε την πρεσβεία και υπέγραψε μαζί τους νέες συμφωνίες και ορκίστηκε στο Θεό του ψευδοπροφήτη τους, που ήταν συνώνυμός του, και στα μιαρά βιβλία και στους αγγέλους και στους αρχαγγέλους τους, να αφιερωθεί και να παραμείνει εφ’ όρου ζωής σε αγάπη και ομόνοια με την Πόλη και το δεσπότη Κωνσταντίνο και με όλα τα περίχωρα και τις πόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία του. Ορκίστηκε ακόμη να ζήσει και να πεθάνει με την ίδια γνώμη, φιλικότητα και διάθεση που είχε ο πατέρα του προς τον προηγούμενο βασιλιά Ιωάννη και το νυν δεσπότη Κωνσταντίνο. Πέρα μάλιστα από αυτές τις ωραίες υποσχέσεις, ο Μεχεμέτ δώρισε στην αυτοκρατορία των Ρωμαίων ετησίως τα εισοδήματα των χωριών γύρω από το Στρυμόνα, που έφταναν τον αριθμό των τριακοσίων χιλιάδων άσπρων, τα οποία είχαν ζητήσει οι τρισάθλιοι Ρωμαίοι ως αποζημίωση για τη διατροφή και τα έξοδα του Ορχάν, του προαναφερθέντος απογόνου του Οθομάν. Αφού έκαμαν μια συμφωνία της αρεσκείας τους οι πρεσβευτές απήλθαν καταχαρούμενοι.

ΧΧΧΙV. 2. Η ηλίθια συνέλευση των Ρωμαίων είχε στο μεταξύ καταστρώσει ένα άχρηστο σχέδιο, και είχε αποστείλει πρέσβεις προς τον τύραννο. Οι πρέσβεις έρχονταν εκ μέρους του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος δεν είχε βέβαια ακόμα στεφθεί επίσημα αλλά και ούτε επρόκειτο να στεφτεί, όπως είχε προλεχθεί, αλλά τον αποκαλούσαν βασιλιά Ρωμαίων. Μετέφεραν λοιπόν τα μηνύματά τους πρώτα με αντιπροσώπους στους βεζίρηδες, όπως συνηθιζόταν, μηνύματα που έλεγαν: «Ο βασιλιάς των Ρωμαίων δεν αποδέχεται το ετήσιο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων άσπρων. Γιατί ο Ορχάν, που είναι γιος του Οθομάν, όπως και ο αρχηγός σας Μεχεμέτ, έγινε πλέον ενήλικος άνδρας· καθεκάστην επομένως συρρέουν αμέτρητοι άνθρωποι που τον αποκαλούν αφέντη και τον αναγορεύουν αρχηγό. Εκείνος όμως, ενώ θέλει να επιδείξει τη γενναιοδωρία του και να χαρίζει άφθονα δώρα, δεν έχει πού να στρέψει τα χέρια του για βοήθεια. Ζητάει διαρκώς χρήματα από τον βασιλέα, αλλά ο βασιλεύς δεν έχει την άνεση να του χορηγεί αφειδώς όλα όσα απαιτεί. Έχουμε λοιπόν δύο αιτήματα και διαλέξτε ένα από αυτά: είτε διπλασιάζετε τη χορηγία είτε απελευθερώνουμε τον Ορχάν. Δεν είναι δική μας  υπόθεση να ταΐζουμε τα αποσπόρια του Οθομάν αλλά αντιθέτως θα πρέπει να πληρώνονται από τα δημόσια έσοδα. Μας είναι βεβαίως δυνατός ο περιορισμός του μέσα στην Πόλη και η απαγόρευση της εξόδου του».

3. Μόλις έμαθε τα νέα ο Μεχεμέτ, εξοργίστηκε [...] Όσο για τους πρέσβεις του βασιλιά, σε αυτούς αποκρίθηκε ως εξής: "Σκοπεύω σύντομα να μεταβώ στην Ανδριανούπολη ελάτε εκεί να μου αναγγείλετε τις επείγουσες ανάγκες της Πόλης και του βασιλιά, για να μπορέσω να ικανοποιήσω με προθυμία κάθε αίτημά σας". Με τέτοια και άλλα παρόμοια μειλίχια λόγια, τους κολάκευσε και τους άφησε να φύγουν.

4. Λίγες μέρες αργότερα ο Μεχεμέτ πέρασε τον πορθμό και έφτασε στην Ανδριανούπολη. Αμέσως έστειλε έναν από τους δούλους τους στην περιοχή του Στρυμόνα, κατάργησε τις προσόδους που είχαν παραχωρηθεί στο βασιλιά και έδιωξε όσους επέβλεπαν για τη συλλογή τους. Ο βασιλιάς πήρε αυτήν την πρόσοδο μόνο για ένα χρόνο.

5. Μετά απ' αυτήν την ενέργεια, σοφίστηκε ένα καινούργιο έργο καταστροφής και ολέθρου εναντίον των Ρωμαίων.  Όταν χειμώνιασε έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε Ανατολή και Δύση σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους τεχνίτες οικοδόμους και ανάλογους εργάτες ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη. Μόλις οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν το πικρό εκείνο νέο, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και οι χριστιανοί της Ασίας και της Θράκης και των νησιών ξεράθηκαν από τον τρόμο τους. Το μόνο που μπορούσαν να πουν μεταξύ τους ήταν: "'Έφτασε τώρα το τέλος της Πόλης· τώρα οι καμπάνες της καταστροφής του γένους μας σημαίνουν· τώρα έρχεται η βασιλεία του αντίχριστου. Τι θα κάνουμε, τι θα γενούμε; Πάρε τη ζωή μας, Κύριε, για να μην ιδούν τα μάτια των δούλων σου την καταστροφή της πόλης. Ας μην πουν ποτέ οι εχθροί σου, Δέσποτα, πως χάθηκαν οι προστάτες άγιοί της". Την ίδια τούτη κραυγή με θρήνους και με κοπετούς βογκούσαν, όχι μόνο οι κάτοικοι της Πόλης, αλλά και οι διασκορπισμένοι στην Ανατολή Χριστιανοί και οι κάτοικοι των νησιών, ακόμη και οι Χριστιανοί της Δύσης.

7. [...] Σε μια ράχη λοιπόν κάτω από το Σωσθένειο, που από παλιά ονομαζόταν Φονιάς, εκεί ακριβώς χάραξε τα θεμέλια σε σχήμα τριγωνικό. Η εντολή του εκτελέστηκε και κατόπιν διέταξε να ονομάζουν το κάστρο εκείνο Πασκεσέν, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως κεφαλοκόφτης. Ακριβώς απέναντι στεκόταν το φρούριο που έχτισε ο παππούς του.

12. Αφού τελικά ο ηγεμόνας έχτισε με ασφάλεια το φρούριο και αύξησε το πάχος των τειχών και των πύργων σε 30 πιθαμές, δίνοντας παράλληλα ένα ικανοποιητικό ύψος, τοποθέτησε στον πύργο του Χαλίλ πασά χάλκινους σωλήνες που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους πάνω από εξακόσια λίτρα. Παρέδωσε μάλιστα το φρούριο στον πιστό του δούλο Φερούζ αγά παραγγέλνοντάς του: "Τα πλοία που πηγαίνουν από τον Ελλήσποντο προς τον Εύξεινο πόντο και από τον Πόντο προς τον Ελλήσποντο, όποια σημαία κι αν φέρουν, των Γενουατών ή των Βενετών, των Κωνσταντινουπολιτών, των Καφατινών, των Τραπεζούντιων, των Αμισιανών, των Σινωπαίων, ακόμη και τα δικά μας, πλοία οποιουδήποτε μεγέθους, τριήρεις, διήρεις, βάρκες, βαρκούλες, θα επιτρέπεται να συνεχίζουν την πορεία τους, αφού πρώτα κατεβάσουν τα πανιά τους και πληρώσουν δασμούς. Μόνο τότε θα επιτρέπεται η διέλευσή τους. Όποιο πλοίο δεν πειθαρχήσει και δεν υπακούσει, να χρησιμοποιήσεις αμέσως το πετροβόλο κανόνι για να το βυθίσεις". Αυτά και άλλα παρόμοια διέταξε ο υπερφίαλος, αναθέτοντας τη φύλαξη του φρουρίου σε τετρακόσιους νέους. Ο ίδιος αναχώρησε για την Αδριανούπολη, έχοντας ετοιμάσει τα πάντα σε τέσσερις μήνες, ενόσω βρισκόταν μόλις στο δεύτερο έτος της ηγεμονίας του, έτος 6961 από κτίσεως κόσμου.


XXXV  1. Πέρασε το καλοκαίρι και μπήκε το φθινόπωρο. Εκείνος εγκατεστημένος στο παλάτι του δεν έκλεινε στιγμή τα βλέφαρά του, αλλά νύχτα και μέρα σχεδίαζε πώς να καταλάβει την Πόλη, πώς να γίνει ο κύριός της. Ενώ ακόμη ο Μεχεμέτ βρισκόταν στο φρούριο που χτιζόταν, έφυγε από την Πόλη ένας τεχνίτης που κατασκεύαζε πετροβόλα κανόνια, ουγγρικής καταγωγής, τεχνίτης ικανότατος. Αυτός είχε έρθει προ πολλού στην Κωνσταντινούπολη και είχε φανερώσει την τέχνη του στους υπουργούς του αυτοκράτορα, οι οποίοι το ανέφεραν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς του καθόρισε μισθό κατώτερο της τέχνης τους, όμως ούτε αυτό τον ταπεινό και γλίσχρο δεν έδωσαν στον τεχνίτη. Γι' αυτό και κείνος απελπίστηκε και μία των ημερών εγκατέλειψε την Πόλη και τρέχει προς το βάρβαρο. Κι αυτός τον υποδέχθηκε εγκάρδια και τον φιλοδώρησε με τροφές και ενδύματα και του έδωσε τόσο μισθό που το ένα τέταρτο αν του χορηγούσε ο αυτοκράτορας, δε θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη. Όταν ρωτήθηκε από τον ηγεμόνα, αν μπορεί να κατασκευάσει ένα μεγάλο κανόνι, που να εξαπέλυε μια τεράστια πέτρα, ικανή να διαπεράσει την αντοχή και το πάχος του τείχους της Πόλης, αυτός αποκρίθηκε: "Μπορώ, αν θέλεις, να κατασκευάσω κανόνι τόσο όσο και το μέγεθος της πέτρας που μου δείχνεις. Γνωρίζω πολύ καλά τα τείχη της Πόλης. Μάλιστα, όχι μόνο εκείνα, αλλά ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας θα μπορούσε να κονιορτοποιήσει πέτρα που θα εξαπολυόταν από το δικό μου κανόνι. Βέβαια, εγώ μπορώ να φέρω σε πέρας όλη την κατασκευή, δε γνωρίζω όμως και δεν εγγυώμαι την ευστοχία της βολής". - Αφού τ' άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, είπε: "Κατασκεύασε το κανόνι και γω θα φροντίσω για την ευστοχία της βολής". -  Άρχισαν λοιπόν να συγκεντρώνουν χαλκό, ενώ ο τεχνίτης κατασκεύασε τη μήτρα. Σε τρεις μήνες κατασκευάστηκε και χύθηκε ένα τερατούργημα τρομακτικό και απίστευτο.

2. Εκείνες τις μέρες μπροστά στο φρούριο στο Πεσκεσέν, έτυχε να κατεβαίνει από το Στόμιο ένα μεγάλο βενετικό πλοίο, με ναύαρχο το Ρίτζο, χωρίς να κατεβάσει τα πανιά του. Τότε οι φρουροί του κάστρου έριξαν τεράστια πέτρα που σύντριψε το πλοίο, αν και την ώρα που βυθιζόταν ο ναύαρχος μαζί με τους υπόλοιπους τριάντα ναύτες, αφού μπήκαν σε μια βάρκα, άραξαν στο γιαλό. [...]

XXXVII  1.  Πέρασε ο Γενάρης και μπήκε ο Φλεβάρης, όταν ο Μεχεμέτ διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι στην Κωνσταντινούπολη. Έζεψε λοιπόν τριάντα άμαξες που τις έσερναν πίσω τους εξήντα βόδια, τεράστια βόδια. Στο πλάι του κανονιού είχαν παραταχτεί 200 άντρες και από τη μια μεριά και από την άλλη, για να το τραβούν και να το ισορροπούν, μη γλιστρήσει από το δρόμο. Προπορεύονταν 50 μαραγκοί, για να κατασκευάζουν ξύλινες γέφυρες, όπου ο δρόμος ήταν ανώμαλος, μαζί με 200 βοηθούς. Το ταξίδι κράτησε το Φλεβάρη και το Μάρτη, ώσπου το κανόνι έφτασε σε μια τοποθεσία πέντε μίλια μακριά από την Πόλη.

8. Στις αρχές του Μάρτη ο τύραννος έστειλε αγγελιαφόρους και κήρυκες σ' όλες τις επαρχίες, καλώντας να έρθουν όλοι στην εκστρατεία εναντίον της Πόλης. Τα μισθοφορικά και τα επιστρατευμένα στρατεύματα συνέρρεαν εκεί. Ποιος όμως μπορεί να αφηγηθεί για το πόσα ήταν εκείνα τα άγραφα και μυριάριθμα; [...] Την Παρασκευή, λοιπόν, της Διακαινησίμου έφτασε ο Ναβουχοδονόσορας στις πύλες της Ιερουσαλήμ και έστησε τις σκηνές του απέναντι από την Πύλη του Χαρισίου, πίσω από το βουνό. Όλα τα στρατεύματά του καταλάμβαναν το χώρο από την Ξυλόπορτα, που βρίσκεται κοντά στο παλάτι, ως τη Χρυσή Πύλη προς το νότο και από την Ξυλόπορτα μέχρι το Κοσμίδιο. Απλώνονταν σε πλάτος από το νότο μέχρι τον κάμπο, όπου υπήρχαν αμπελώνες, που τους είχε ήδη καταστρέψει ο Καρατζίας. Και προχώρησε σε ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης στις 6 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.

10. Ο Γεννάδιος δε σταματούσε ούτε στιγμή να διδάσκει και να γράφει εναντίον των Ενωτικών [...] έχοντας συνεργό και ομοϊδεάτη τον πρωθυπουργό και μέγα δούκα, εκείνον που, όταν είδαν οι Ρωμαίοι τον αναρίθμητο στρατό των Τούρκων να συγκεντρώνεται εναντίον της Πόλης, τόλμησε να πει κατά των Λατίνων το περίφημο: "Είναι καλύτερο να δούμε στο μέσο της Πόλης να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά σκουφί λατινικό". Και μέσα στην απελπισία τους οι κάτοικοι της Πόλης έλεγαν: "Μακάρι να παραδοθεί η Πόλη στα χέρια των Λατίνων που αναγνωρίζουν το Χριστό και τη Θεοτόκο και να μην ξεπέσουμε στα χέρια των ασεβών". [...]

XXXVIII  2. Ταυτόχρονα κατέφτασε από τη Γένουα ένας άνδρας που ονομαζόταν Ιωάννης Λόγγος, της οικογένειας Ιουστινιάνι, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από νέους ενόπλους Γενουάτες, γεμάτους πολεμικό μένος. Κι αυτός ο Ιωάννης ήταν ικανότατος άνδρας και έμπειρος  σε μάχες κατά παράταξη συνασπισμένων στρατών. Ο βασιλιάς τον υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα, και έδωσε αμοιβή στους στρατιώτες του και μεγάλες δωρεές στον ίδιο και του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα. Ο Ιουστινιάνης ανέλαβε την άμυνα των τειχών που βρίσκονταν κοντά στο παλάτι. Έβλεπαν ότι ο τύραννος εκεί εγκαθιστούσε τις πετροβόλες μηχανές και τις υπόλοιπες πολιορκητικές μηχανές για να επιτεθεί στα τείχη. Ακόμη ο βασιλιάς τον ευεργέτησε παραχωρώντας του με χρυσόβουλο τη νήσο Λήμνο, αν αποκρουόταν ο Μεχεμέτ και επέστρεφε άπρακτος, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να κυριεύσει την Πόλη. Από τότε οι Λατίνοι μάχονταν ηρωικά μαζί με τον Ιωάννη, βγαίνοντας από τις πύλες της Πόλης και παίρνοντας θέσεις στα εξωτερικά τείχη και στην τάφρο.

5. Πριν να έρθει ο τύραννος, όταν ακόμα βρισκόταν στη Ανδριανούπολη, οι Γενουάτες του Γαλατά έστειλαν πρέσβεις, αναγγέλοντάς του την αμετάθετη φιλία τους και ανανεώνοντας τα έγγραφα που είχαν υπογράψει στο παρελθόν. Κι αυτός έλεγε σε απολογητικό τόνο πως είναι φίλος τους και πως είναι αδιάσπαστη η αγάπη του προς αυτούς, αρκεί μόνο να μη βρεθούν πως βοηθούσαν την Πόλη. Κι αυτοί το υποσχόντουσαν. Πλην όμως ο ένας από τους δύο γελιόταν, όπως το έδειξε το τέλος. Γιατί οι Γενουάτες του Γαλατά σκέφτονταν ότι και στο παρελθόν η Πόλη πολιορκήθηκε από τους προγόνους του, οι οποίοι υποχώρησαν άπρακτοι χωρίς να έχουν καταφέρει τίποτα. Γι' αυτό έδειχναν φιλία προς τους Τούρκους και βοηθούσαν παράλληλα τους κατοίκους της Πόλης, καθώς πίστευαν ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Ταυτόχρονα υποψιάζονταν τη φιλία του τύραννου ως ψεύτικη και συμμαχούσαν με την Πόλη, κρυφά βέβαια. Ο τύραννος πάλι έλεγε στον εαυτό του: «Ας αφήσω το φίδι να κοιμάται μέχρι να σκοτώσω το δράκο και τότε με ένα ελαφρό χτύπημα στο κεφάλι και θα το φάει το σκοτάδι». Πράγμα που έγινε.

8. [...] Διατάζει ο τύραννος να ισοπεδώσουν τους λοφίσκους που βρίσκονταν πίσω από το Γαλατά, στην ανατολική μεριά, κάτω από το Διπλό Κίονα ως την άλλη μεριά του Γαλατά που βρισκόταν στο γιαλό του Κεράτιου Κόλπου, αντίκρυ από το Κοσμίδιο. Κι όταν  ομαλοποίησαν το δρόμο, όσο ήταν δυνατό, κι αφού ανέβασε τις διήρεις πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες και άνοιξε τα πανιά, διέταξε να τις σύρουν δια της ξηράς από τον πορθμό του Ιερού Στομίου και να τις φέρουν μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Πράγμα που έγινε. [...]

9. Αυτά έκανε στη θάλασσα. Στη στεριά έφερε εκείνο το τεράστιο κανόνι και το έστησε αντίκρυ στο τείχος, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο κατασκευαστής του αφού βρήκε κατάλληλη θέση, έσκαψε πλάι του δύο κοιλώματα, που χωρούσαν πέτρες βάρους ... λιτρών τέλεια στρογγυλεμένες από τη φύση, και όταν ήθελε να ρίξει τη μεγάλη πέτρα, έριχνε πρώτα μια μικρή, σημείωνε την τοποθεσία και αφού υπολόγιζε σχολαστικά έριχνε τη μεγάλη. Κι όταν έριξε την πρώτη βολή και την άκουσαν οι κάτοικοι της πόλης, έμειναν άφωνοι και ανέκραξαν το «Κύριε ελέησον».

XXXIX  1  (Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;»  Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».

5. Ο τύραννος άρχισε ημέρα Κυριακή τον καθολικό πόλεμο. Βράδιασε, πέρασε όλη η νύχτα και δεν άφησε τους Ρωμαίους να ξεκουραστούν. Ήταν η Κυριακή των Αγίων Πάντων, η 27η ημέρα του Μαΐου.

6. Ξημέρωσε κι εκείνος συνέχισε τον πόλεμο όχι μόνο μέχρι την ένατη ώρα, αλλά και μετά την ένατη παρέταξε το στρατό από το παλάτι ως τη Χρυσή Πύλη. Παρέταξε και τα ογδόντα πλοία από την Ξυλόπορτα μέχρι την Πλατέα Πύλη, ενώ τα υπόλοιπα που στέκονταν στο Διπλοκιόνιο άρχισαν την περικύκλωση από την Ωραία Πύλη, συνεχίζοντας στην Ακρόπολη του Μεγάλου Δημητρίου και τη Μικρή Πύλη που βρίσκεται στη μονή της Οδηγήτριας. Προσπέρασαν το Μεγάλο Παλάτι και αφού διέσχισαν το λιμάνι περικύκλωσαν μέχρι τις Βλάγκες. Καθένα από τα πλοία είχε μια σκάλα ίσαμε τα τείχη και κάθε είδους πολεμοφόδια.

7. Ο ήλιος έδυσε, ακούστηκε η κραυγή του πολέμου και ο ίδιος ο τύραννος ήταν έφιππος από το βράδυ της Δευτέρας. Η παράταξη της μάχης ήταν τεράστια. Ο ίδιος πολεμούσε απέναντι από τα γκρεμισμένα τείχη μαζί με τους πιστούς του δούλους και πανίσχυρους νέους, που μάχονταν σαν λιοντάρια και ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες. Πίσω τους και στο πλάι ήταν παραταγμένοι καβαλάρηδες πάνω από 100.000, ενώ στην κάτω μεριά μέχρι το λιμάνι της Χρυσής Πύλης βρίσκονταν άλλοι εκατό και παραπάνω, και από την τοποθεσία όπου βρισκόταν ο ηγεμόνας ως τις άκρες του παλατιού άλλες πενήντα χιλιάδες και στα πλοία και στη γέφυρα απειράριθμοι.

8. Κι αυτοί που βρίσκονταν μέσα είχαν διαμοιραστεί. Ο βασιλιάς μαζί με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη βρισκόταν στα γκρεμισμένα τείχη, έξω από τον περίβολο του κάστρου, έχοντας μαζί τους περίπου τρεις χιλιάδες Λατίνους και Ρωμαίους. Ο μεγάλος δούκας βρισκόταν στη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους περίπου, ενώ στα θαλάσσια τείχη και στους προμαχώνες από την Ξύλινη Πόρτα ως την Ωραία ήταν παραταγμένοι πάνω από πεντακόσιους τζαγραφόροι και τοξότες. Από την Ωραία Πύλη σ' όλη την περιφέρεια μέχρι τη Χρυσή Πύλη βρισκόταν σε κάθε προμαχώνα ένας ή τοξότης ή τζαγραφόρος ή πετροβολιστής που πέρασαν άγρυπνοι όλη τη νύκτα, χωρίς να έχουν κοιμηθεί καθόλου.

9. Και οι Τούρκοι μαζί με τον ηγεμόνα τους προσπαθούσαν να πλησιάσουν τα τείχη, φέρνοντας υπεράριθμες προκατασκευασμένες σκάλες. Ο τύραννος τρέχοντας στα μετόπισθεν της παράταξης κρατούσε  σιδερένια ράβδο κι άλλοτε κολάκευε με τα λόγια τους τοξότες κι άλλοτε απειλώντας τους τους έστελνε προς τα τείχη. Οι υπερασπιστές της πόλης μάχονταν γενναία, μ' όλη τους τις δυνάμεις. Ο Ιωάννης πολεμούσε γενναία μαζί με τους συντρόφους του, έχοντας δίπλα του και το βασιλιά με όλα του τα στρατεύματα.

10. Την ώρα που τα ανδραγαθήματα της τύχης έμελλε ν' αρπάξουν τη νίκη από τα χέρια των Τούρκων πήρε ο Θεός από το μέσο της παράταξης των Ρωμαίων το στρατηγό τους, το γίγαντα και πανίσχυρο και υπεράνθρωπο πολεμιστή. Γιατί πληγώθηκε από μολυβδοβόλο στο χέρι, πίσω από το βραχίονα, όταν ακόμα ήταν σκοτάδι. Η σφαίρα διαπέρασε τη σιδερένια χλαμύδα που ήταν κατασκευασμένη όπως τα όπλα του Αχιλλέα και δεν μπορούσε να ηρεμήσει από την πληγή. Και είπε στο βασιλιά: «Στάσου με θάρρος, εγώ θα πάω μέχρι το πλοίο κι αφού γιατρευτώ θα επιστρέψω αμέσως». [...] Ο βασιλιάς, μόλις είδε τον Ιωάννη να αναχωρεί, δείλισασε, το ίδιο και οι ακόλουθοί του· πλην όμως συνέχισε να αντιστέκεται όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του.

11. Οι Τούρκοι σιγά σιγά πλησίασαν τα τείχη καλυπτόμενοι πίσω από τις ασπίδες τους κι έστησαν τις σκάλες. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, γιατί τους εμπόδιζαν οι λιθοβολιστές από πάνω. Παρέμεναν λοιπόν καθώς εμποδίζονταν, ενώ οι Ρωμαίοι όλοι μαζί με το βασιλιά αντιστέκονταν στους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μόνος τους στόχος ήταν να μην αφήσουν τους Τούρκους να περάσουν από τα γκρεμισμένα τείχη. Λάθεψαν όμως, γιατί ήταν θέλημα Θεού να περάσουν από άλλη οδό. Γιατί, αφού είδαν την πύλη, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, ανοικτή και αφού μπήκαν μέσα πενήντα άνδρες από τους πιο ονομαστούς δούλους του τυράννου, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, ξεφυσώντας μανιασμένοι, σκότωσαν όσους συναντούσαν και κτυπούσαν τους ακροβολιστές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Από τους Ρωμαίους και Λατίνους που εμπόδιζαν τους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη, άλλοι σφαγιάστηκαν κι άλλοι έκλειναν τα μάτια και πηδούσαν από το τείχος, συντρίβοντας τα κορμιά τους και δίνοντας φρικτό τέλος στη ζωή τους. Και οι Τούρκοι ανενόχλητοι έστηναν τις σκάλες και ανέβαιναν σαν αετοί πετούμενοι.

12. Οι Ρωμαίοι μαζί με το βασιλιά δεν ήξεραν τι είχε γίνει, γιατί η είσοδος των Τούρκων έγινε πιο μακριά και γιατί ο σκοπός τους ήταν να αντιμάχονται τους κατά μέτωπο εχθρούς. Γιατί πολεμούσαν με άντρες δυνατούς, ένας Ρωμαίος εναντίον είκοσι Τούρκων και δεν ήξεραν να πολεμούν όσο ένας, ο οποιοσδήποτε, Τούρκος. Σε κείνους λοιπόν ήταν στραμμένη η προσοχή τους και η έννοια τους. Τότε ξαφνικά, βλέπουν τα βέλη να πέφτουν από ψηλά και να τους σκοτώνουν. Γυρνούν κατά κει και βλέπουν τους Τούρκους. Μόλις τους είδαν τρέχουν να φύγουν στο εσωτερικό. Και μη μπορώντας να μπουν από την πύλη του Χαρσού, γιατί πιέζονταν από το πλήθος, όσοι είχαν περισσότερη δύναμη, καταπατούσαν τους πιο αδύναμους και έμπαιναν. Τότε η παράταξη του τυράννου, βλέποντας την υποχώρηση των Ρωμαίων, με μια κραυγή, μπήκαν μέσα, καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους. Μόλις έφτασαν στην πύλη, δεν μπόρεσαν να μπουν, γιατί είχε φράξει από τα πεσμένα σώματα των νεκρών και των ετοιμοθάνατων. Έτσι λοιπόν έμπαιναν οι περισσότεροι από τα γκρεμισμένα τείχη και όσους συναντούσαν τους κατέσφαζαν.

13. Τότε ο βασιλιάς αποκαμωμένος, καθώς στεκόταν κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα, είπε λόγο σπαρακτικό: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε απομείνει ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο· κι εκείνος αντιγύρισε το κτύπημα στον Τούρκο· ένας άλλος όμως από πίσω τον κτύπησε καίρια και έπεσε καταγής· δεν ήξεραν ότι είναι ο βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν κοινό στρατιώτη και τον παράτησαν.

14. Εκτός από τρεις άνδρες δεν έχασαν κανέναν άλλο οι Τούρκοι κατά την εισβολή τους. Ήταν ακόμη η πρώτη ώρα της ημέρας και δεν είχε ανατείλει ο ήλιος. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι, διασκορπίστηκαν από την Πύλη του Χαρισού ως το παλάτι κι όποιον συναντούσαν τον σκότωναν, το ίδιο και όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει. Έτσι, κατέσφαξαν περίπου δύο χιλιάδες πολεμιστές. Γιατί οι Τούρκοι φοβούνταν καθώς σκέφτονταν ότι βρίσκονται στην Πόλη περίπου πενήντα χιλιάδες πολεμιστές. Έτσι έσφαξαν και τους δύο χιλιάδες. Αν ήξεραν ότι όλος ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις οκτώ χιλιάδες δε θα σκότωναν κανένα. γιατί τούτο το γένος είναι φιλοχρήματο κι αν ακόμη ο φονιάς του πατέρα τους πέσει στα χέρια τους, θα τον απελευθέρωναν αντί για χρυσάφι. Πόσο μάλλον αυτούς που δεν τους αδίκησαν, αλλά που αδικήθηκαν απ' αυτούς. Εξάλλου μετά τον πόλεμο εγώ γνώρισα πολλούς που μου διηγήθηκαν ότι "επειδή φοβόμασταν αυτούς που θα βρίσκαμε μπροστά μας, σφάζαμε όσους συναντούσαμε· αν ξέραμε ότι τη λειψανδρία που υπήρχε στην Πόλη, όλους θα τους ξεπουλούσαμε σαν τα πρόβατα.

24. Αυτός ο όλεθρος, για τον οποίο μιλήσαμε, άναψε και κόρωσε από την Πύλη του Χαρσού και του Αγίου Ρωμανού και σ΄ ένα μέρος από το παλάτι. Η αντίσταση όμως των πλοίων από το λιμάνι δεν άφηνε περιθώρια στους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη. Οι Ρωμαίοι ήσαν επικρατέστεροι των Τούρκων, ρίχνοντας λίθους και βέλη μέχρι την τρίτη ώρα της ημέρας, ως ότου έφτασε ένα μέρος απ' αυτούς που ρήμαζαν από το πρωί μέσα στην πόλη και αφού είδαν τους Ρωμαίους να αντιστέκονται σ' αυτούς που ήσαν έξω, έβγαλαν δυνατές φωνές μ' όση δύναμη είχαν, κι όρμηξαν επάνω στα τείχη. Οι Ρωμαίοι, μόλις είδαν τους Τούρκους μέσα στην πόλη έβγαλαν σπαρακτική φωνή· ένα "αλίμονο" και ρίχνονταν από το τείχος· γιατί είχε χαθεί κάθε δύναμη και κάθε αντοχή στους Ρωμαίους. Τότε, κι αυτοί που ήσαν στα πλοία, βλέποντας τους Τούρκους μέσα στην πόλη, κατάλαβαν ότι "ἡ πόλις ἐάλω", τοποθετώντας γρήγορα τις σκάλες, σκαρφάλωναν πάνω και αφού έσπασαν τις πύλες, έμπαιναν όλοι μέσα. 


25. Κι ο μέγας δούκας, που υπεράσπιζε τη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους, βλέποντας τους Τούρκους να πλησιάζουν στο σημείο που βρισκόταν,  παράτησε τη φύλαξή της και μαζί με λίγους έφυγε για το σπίτι του. Κι όλοι οι Ρωμαίοι είχαν διασκορπιστεί· άλλοι συλλαμβάνονταν πριν να φτάσουν στο σπίτι τους, ενώ άλλοι φτάνοντας στα σπίτια τους τα έβρισκαν έρημα από τα παιδιά τις γυναίκες και τα πράγματά τους και, πριν προλάβουν να αναστενάξουν και να κλάψουν, βρίσκονταν χεροδεμένοι πισθάγκωνα. Άλλοι πάλι καθώς έφταναν στα σπίτια τους κι έβρισκαν τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους ήδη να να έχουν συλληφθεί, δένονταν κι αιχμαλωτίζονταν με τους αγαπημένους τους και με τη σύζυγό τους. Τους γέροντας που έμεναν στο σπίτι, γιατί δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι είτε εξαιτίας κάποιας αρρώστιας ή από γερατειά, οι Τούρκοι όλους και όλες τους έσφαζαν ανελέητα. Και τα νεογέννητα βρέφη τα πετούσαν στις πλατείες.

26. Ο μέγας δούκας βρήκε τις κόρες του, τους γιους του και τη γυναίκα του, που ήταν άρρωστη, κλεισμένους στον πύργο, να εμποδίζουν την είσοδο στους Τούρκους. Τότε τον συνέλαβαν μαζί με τους ακόλουθούς του. Ο τύραννος όμως είχε στείλει κάποιους να φυλάνε τον ίδιο και τα υπάρχοντά του. Σ' όσους Τούρκους είχαν καταλάβει και είχαν περικυκλώσει το σπίτι του δούκα, ο τύραννος τους έδωσε αρκετά χρήματα, για να  φανεί ότι τους εξαγόραζε, σύμφωνα με τον όρκο του. Έτσι φυλασσόταν ο δούκας και η οικογένειά του.

28. Ο Ιωάννης ο Ιουστινιάνης, για τον οποίο είπαμε προηγουμένως ότι είχε πάει στο πλοίο για να θεραπεύσει την πληγή του, μόλις έφτασε στο λιμάνι, κάποιοι από τους δικούς του καταδιωγμένοι έφτασαν τρέχοντας και του ανήγγειλαν ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη κι ότι ο βασιλιάς σφάχτηκε. Ακούγοντας τον πικρό και οδυνηρό λόγο, διατάζει τους κήρυκες του να καλέσουν με τις σάλπιγγές τους υπασπιστές του και συμπλωρίτες του.

29. Παρόμοια προετοιμάζονταν και τα υπόλοιπα καράβια. Τα περισσότερα απ' αυτά είχαν χάσει τους καπετάνιους τους, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί. Κι ήταν θέαμα ελεεινό στην αποβάθρα του λιμανιού· άνδρες και γυναίκες, καλόγεροι και καλογριές να φωνάζουν με σπαραγμό· να χτυπούν τα στήθια τους και να παρακαλάνε τους ναύτες να τους πάρουν στα καράβια τους. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατό· γιατί ήταν το πεπρωμένο τους να πιουν ολόκληρο το ποτήρι της οργής του Κυρίου. Ακόμα κι αν τα καράβια ήθελαν να τους σώσουν, αυτό δεν ήταν δυνατό. Κι αν τα πλοία του τυράννου δεν απασχολούνταν με την λεηλασία και τη λαφυραγωγία της πόλης ούτε ένα απ' τα πλοία δε θα είχε σωθεί. Αλλά οι Τούρκοι είχαν παρατήσει τα πλοία και ήταν όλοι μέσα στην πόλη, κι έτσι οι Λατίνοι βρήκαν άδεια την έξοδο κι έφευγαν από το λιμάνι. Ο τύραννος έτριζε τα δόντια του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και χωρίς να το θέλει υπέμεινε την κατάσταση.

XL 3. (Ο τύραννος) βγαίνοντας από το βωμό (της Αγίας Σοφίας) ζήτησε το μέγα δούκα κι αμέσως τον έφεραν μπροστά του. Αφού πλησίασε και προσκύνησε τον ρώτησε: "Κάνατε καλά που δε μου παραδώσατε την πόλη; Κοίτα τι ζημιά έγινε, πόσος όλεθρος, πόση αιχμαλωσία". Κι ο δούκας αποκρίθηκε: "Κύριε, δεν είχαμε εμείς τόση εξουσία να σου παραδώσουμε την Πόλη, ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς· άλλωστε κάποιοι από τους δικούς σου ενδυνάμωναν το βασιλιά με γραπτές επιστολές, λέγοντας: "Μη φοβάστε, δε θα σας νικήσει". Ο τύραννος θεώρησε υπεύθυνο για τούτο το Χαλίλ πασά, εναντίον του οποίου έτρεφε θυμό. Τότε, ακούγοντας το όνομα του βασιλιά, ρώτησε αν ο βασιλιάς απέδρασε μαζί με τα πλοία και ο δούκας αποκρίθηκε ότι δεν ήξερε, γιατί ο ίδιος βρισκόταν στη Βασιλική Πύλη τότε, όταν οι Τούρκοι μπαίνοντας από την Πύλη του Χαρσού, συνάντησαν το βασιλιά. Δυο νέοι πετάχτηκαν από το πλήθος του στρατού κι ο ένας απ' αυτούς είπε στον τύραννο: "Κύριε, εγώ τον σκότωσα· επειδή όμως βιαζόμουνα να μπω μέσα και να αρπάξω μαζί με τους συντρόφους μου, τον εγκατέλειψα νεκρό". Κι ο άλλος είπε: "Εγώ πρώτος τον χτύπησα:. Τότε ο τύραννος τους έστειλε και τους δύο και τους διέταξε να του φέρουν το κεφάλι του. Κι εκείνοι έτρεξαν γρήγορα, βρήκαν το βασιλιά, κι αφού έκοψαν το κεφάλι του το έφεραν μπροστά στον ηγεμόνα. Κι ο τύραννος είπε προς το μέγα δούκα: "Πες μου την αλήθεια, αν αυτό είναι το κεφάλι του βασιλιά σου". Τότε αυτός, αφού το περιεργάστηκε καλά, είπε: "Εκείνου είναι, κύριε". Το είδαν κι άλλοι και το αναγνώρισαν. Τότε το έστησαν σ' ένα κίονα του Αυγουσταίου ως το βράδυ. Μετά, το έγδαρε κι αφού το παραγέμισε με άχυρο, το έστειλε παντού, δείχνοντας το σύμβολο της νίκης του, στον αρχηγό των Περσών και των Αράβων και στους υπόλοιπους Τούρκους.

4. Άλλοι πάλι λένε ότι ο δούκας βρισκόταν μαζί με τον Ορχάν στον πύργο του κάστρου των Φράγκων και πως εκεί παραδόθηκαν στους Τούρκους, βλέποντας πως δεν ήταν πλέον δυνατό ν' αντισταθούν. Μαζί με το δούκα βρίσκονταν εκεί και πολλοί ευγενείς. Ο Ορχάν ζήτησε από κάποιο μοναχό τα ράσα του κι, αφού τα φόρεσε, έδωσε στο μοναχό τα δικά του ρούχα και στη συνέχεια έφυγε από μια θυρίδα για τοξότες, κάτω από τη γη, και βρέθηκε έξω από την πόλη. Τον συνέλαβαν όμως οι ναύτες κι αφού τον έδεσαν τον έβαλαν μέσα στο πλοίο μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Παραδόθηκαν κι αυτοί που βρίσκονταν στον πύργο και βρέθηκαν μέσα στο πλοίο. Τότε, ένας από τους Ρωμιούς αιχμαλώτους, παζαρεύοντας την ελευθερία του, είπε στον καπετάνιο: "Αν με ελευθερώσεις σήμερα, θα σου παραδώσω τον Ορχάν μαζί με το μέγα δούκα". Τ' άκουσε ο καπετάνιος και του ορκίστηκε ότι θα τον ελευθερώσει. Κι αυτός του έδειξε το μαυροντυμένο Ορχάνη κι εκείνος, όταν εξακρίβωσε ότι όντως αυτός ήταν, του έκοψε το κεφάλι. Παίρνοντας το μέγα δούκα και το κεφάλι του Ορχάν πήγε στον ηγεμόνα στο Κοσμίδιο. Εκείνος ευεργέτησε τον καπετάνιο δίνοντάς του πλούσια δώρα και τον έδιωξε. Το μέγα δούκα τον διέταξε να καθίσει και τον παρηγόρησε και διέταξε να διαλαληθεί στο φουσάτο και στα πλοία για τα παιδιά και τη γυναίκα του. Αμέσως μεταφέρθηκαν μπροστά του. Τότε ο ηγεμόνας έδωσε χίλια άσπρα για τον καθένα, τους έστειλε στο σπίτι του και το μέγα δούκα, αφού τον ενθάρρυνε και τον παρηγόρησε πολύ, του είπε ότι: "Σκοπεύω να σου αναθέσω τη διοίκηση αυτής της πόλης. Θα αποκτήσεις μεγαλύτερη δόξα απ' αυτή που είχες στον καιρό του βασιλιά. Μη στενοχωριέσαι". Αυτός αφού τον ευχαρίστησε και φίλησε το χέρι του, έφυγε για το σπίτι του. Ο τύραννος κατέγραψε τα ονόματα των ευγενών που διέπρεψαν στο παλάτι ως αξιωματούχοι. Ύστερα τους συγκέντρωσε από τα πλοία και το στρατόπεδο και τους εξαγόρασε όλους, δίνοντας στους Τούρκους χίλια άσπρα για το καθένα τους.

7. Και λέει (ο δούκας) στο δήμιο: "Κάνε αυτό που σε διέταξαν, αρχίζοντας από τους νέους. Υπάκουσε ο δήμιος και έκοψε τα κεφάλια των νέων κι ο μέγας δούκας στεκόταν και έλεγε το "Ευχαριστώ σοι Κύριε" και το "Δίκαιος ει, Κύριε". Τότε είπε στο δήμιο: "Αδελφέ, δώσ' μου λίγη ώρα να να μπω και να προσευχηθώ. Βρισκόταν σ' εκείνο τον τόπο ένα μικρός ναός. Κι αυτός τον άφησε και μπήκε και προσευχήθηκε. Τότε, βγαίνοντας από την πύλη του ναού, ήταν εκεί τα σώματα των παιδιών του που ακόμα σπάραζαν, κι αφού δοξολόγησε το Θεό του έκοψαν το κεφάλι. Πήρε ο δήμιος τα κεφάλια και πήγε στο συμπόσιο, εμφανίζοντάς τα στο αιμοβόρο θηρίο· τα σώματά τους τα παράτησε εκεί γυμνά και άταφα.

8. Παρόμοια, όσους από τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του παλατιού είχε εξαγοράσει, όλους, αφού έστειλε το δήμιο, τους κατέσφαξε· διάλεξε μάλιστα τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα όμορφα κορίτσια και τα ευειδή αγόρια και τα παρέδωσε στον αρχιευνούχο να τα επιβλέπει. Τους υπόλοιπους αιχμαλώτους τους παρέδωσε να τους φροντίζουν άλλοι, μέχρι να πάνε στη Βαβυλώνα, στην Αδριανούπολη.

9. Κι έβλεπες όλη την Πόλη να βρίσκεται στις σκηνές του στρατοπέδου, την πόλη έρημη, ξαπλωμένη νεκρή, γυμνή, άφωνη, παραμορφωμένη, άσχημη.