Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

23 Σεπτεμβρίου 1821 Τριπολιτσά, Τούρκοι και Εβραίοι


Από τα Απομνημονεύματα του Φώτιου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκος), υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Οι Τούρκοι ειδοποιήθησαν, εν ώ ήσαν ακόμη είς την συνέλευσιν, ότι οι Έλληνες εμβήκαν, έτρεξεν ο καθένας είς το σπίτι του δια να σώση την φαμίλιαν του και τα πράγματα του και καμμίαν προσοχήν δεν έδοσαν διά να εμποδίσουν το έμβασμα των στρατιωτών.
Οι Έλληνες έπειτα επροχώρησαν, επήραν όλαις της τάπαις και τα δυνατά σπίτια, και μερικοί μόνον Τούρκοι επρόφθασαν και εκλείσθησαν είς τινά σπίτια δυνατά και είς την μεγάλην τάπιαν.
Η σφαγήν άρχισεν είς όλα τα μέρη της πόλεως, το τουφέκι εδούλευε πανταχού και ανηλεώς και κατά τρείς ολοκλήρους ημέρας εσκοτώνοντο πάσης ηλικίας άνθρωποι άνδρες γυναίκες και παιδιά ανήλικα. Οι Έλληνες εδώ εξεδικήθησαν δι όσα τόσους χρόνους είχαμεν πάθει από τους τυράννους μας. Πολλοί δε Τούρκοι, οίτινες εκλείσθησαν είς τα σπίτια των, επροτίμησαν και εκάησαμ μέσα είς αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν είς τους δούλους των. 
Πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανέναν Τούρκον, άλλος όμως Έλλην, του οποίοι ο Τούρκος την γυναίκα, το παιδί ή και αυτόν τον ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραννήσει και αδικήσει, άμα έβλεπε τον εχθρόν του του άναπτεν από πίσω την πιστόλαν, ή το τουφέκι του. Όσοι ήθελαν να σώσουν Τούρκους και να κάμουν καλόν έτρεχαν κίνδυνον, διότι πολλάκις το βόλι έπερνεν τον Τούρκον και εφόνευε και τον Έλληνα, ο οποίος ήθελε να του σώση την ζωήν και ούτω τους άφηκαν είς την διάκρισιν των. Δεν ήτο κανένας Τούρκος, ο οποίος να μην είχε δύο και τρείς εχθρούς, διότι ποτέ των δεν εσυλλογίσθησαν, ότι θα σηκωθούν οι ραγιάδες των και θα ζητήσουν την ελευθερίαν των. Το δε κακόν έξαφνα ήλθεν είς το κεφάλι των.
Δεν τους εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε διά κανένα άλλον σκοπόν, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, την οποίαν έτρεφαν εναντίον των. Εμέθυσαν δε από το πνεύμα της εκδικήσεως ενθυμηθέντες την τυραννίαν των Τούρκων εναντίον αυτών και των πατέρων των. Ηύραν εμπρός των τους εχθρούς των, οι οποίοι είχαν ατιμάσει πολλούς συγγενείς και γνωρίμους κατά τον παρόντα πόλεμον, τα δε αίματα των φονευθέντων ακόμη άχνιζαν, και όμως τους καλούς Τούρκους, όσοι πρότερον δεν τους εκακομεταχειρίζοντο τους επήραν μαζύ των και τους επεριποιήθησαν όσον το δυνατόν καλλίτερα, τους είχαν ομοτραπέζους των, τους έσωσαν και τους έστειλαν όπου ήθελαν.


Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς καί αυτοί εχάθηκαν μαζύ μέ τούς Τούρκους καί εθανατώθησαν μέ περισσοτέραν εχθρότητα, διότι οι Έλληνες απεστρέφοντο αυτό το Έθνος εκ πατρικής παραδόσεως διά την σταύρωσιν του Ιησού Χριστού, και διά τας νεωστί γενομένας υπ' αυτών κατά των Ελλήνων ύβρεις είς Κωνσταντινούπολιν  καί ιδίως διά τόν εμπαιγμόν τόν οποίον έκαμαν εις τό πτώμα τού απαγχονισθέντος Πατριάρχου Γρηγορίου και δι' άλλα ακόμη κακά τα οποία αλλού έπραξαν.
  
Εις τήν Κορώνην έκαμαν μυρίας κακώσεις κατά τού εκεί αρχιερέως καί τού διακόνου του, και αφού και τους δύο εφόνευσαν έρριψαν έπειτα τους νεκρούς των έξω του φρουρίου από την κορυφήν του τείχους, και με πολλήν καταφρόνησιν και εμπαιγμόν έλεγαν είς τους έξωθεν πολιορκητάς Έλληνας να πάρουν κρέας, αν έχουν ανάγκην.  Εις δέ τό Ναύπλιον πάλιν οι εκεί Εβραίοι σκληρώς εβασάνισαν τόν πληγωθέντα καί αιχμαλωτισθέντα από τούς Τούρκους Αναγνώστην Κελπερήν. Τοιούτοι είναι οι Εβραίοι, ασυμβίβαστοι προς τους Χριστιανούς. Και όμως έπειτα απ' όλα αυτά, την οικογένειαν του Χανάν πλουσίου Εβραίου, και καλού και αγαθού δεν την έβλαψαν, αλλά την έβγαλαν έξω της πόλεως την προηγούμενην της εφόδου ημέραν διά της μεσιτείας του Αναγνώστη Ζαφειρόπουλου φίλου του Κολοκοτρώνη, και διά την έξοδον τοιαύτην και εγώ εσυνετέλεσα. Ένα δε άλλον Ιουδαίον Λευί ονομαζόμενον, πλούσιον επίσης και καλόν άνθρωπον, έσωσεν ο Κολοκοτρώνης μετά την έφοδον.

Παραθέτουμε και σύντομα αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Γέρου του Μωριά:

Βλέποντες οἱ Ἕλληνες, ὅτι θὰ πέσει ἡ Τριπολιτζά, ἐμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθὼς ἐδοκίμασαν οἱ Ἀρβανίτες νὰ φύγουν, ἐπήδησαν οἱ Ἕλληνες μέσα ἀπὸ τὴν τάπια τοῦ σαραγιοῦ. Οἱ Ἀρβανίτες ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὸν Κολιόπουλο, ἐτράβηξαν κατὰ τὸν Μύτικα ἕως 2.500. Μπαίνοντας τ᾿ ἀσκέρι, ἔβαλα τελάλι νὰ μὴ σκοτώσουμε τοὺς Ἀρβανίτες. Ἐβγῆκαν ὡς 2.000 καὶ μέσα εἰς τὴν Τριπολιτζά ἔκοβαν. Τὸ ἄλογό μου ἀπὸ τὰ τείχη ἕως τὰ σαράγια δὲν ἐπάτησε γῆ. Ἀρβανίτες κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο δὲν πείθονται εἰς τὴν φωνή μου. [...] Τὸ ἀσκέρι ὁποὺ ἦτον μέσα τὸ ἑλληνικὸ ἔκοβε καὶ ἐσκότωνε ἀπὸ Παρασκευὴ ἕως Κυριακή, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ ἄνδρες 32.000, μία ὥρα ὁλόγυρα τῆς Τριπολιτζᾶς. Ἕνας Ὑδραῖος ἔσφαξε 90. Ἕλληνες ἐσκοτώθηκαν 100. Ἔτζι ἐπῆρε τέλος. Τελάλη, νὰ παύσει ὁ σφαγμός. [...] Ὅταν ἐμβῆκα εἰς τὴν Τριπολιτζά, μὲ ἔδειξαν εἰς τὸ παζάρι τὸν Πλάτανο ὁποὺ ἐκρέμαγαν τοὺς Ἕλληνας. Ἀναστέναξα καὶ εἶπα: «Ἄϊτε, πόσοι ἀπὸ τὸ σόγι μου καὶ ἀπὸ τὸ ἔθνος μου ἐκρεμάσθησαν ἐκεῖ», καὶ ἐδιέταξα καὶ τὸν ἔκοψαν. Ἐπαρηγορήθηκα καὶ διὰ τὸν σκοτωμὸν τῶν Τούρκων.