Αποσπάσματα από την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου το 1992 με τίτλο «Πως εφθάσαμεν ως εδώ - Η εξελικτική πορεία προς την παρακμή».
Καί είναι νά θαυμάζει κανείς το μέγεθος της διολίσθησης τής ζωής μας καί του ευτελισμού των παραδοσιακών μας αρχών, πού τώρα πια έπαυσαν να μάς χαρακτηρίζουν, μια και από μόνοι μας έπιλέξαμε τήν ιδιότητα του δήθεν αυτόνομου Έλληνα, στήν πραγματικότητα όμως του εξαρτημένου άπό τούς ξένους προσώπου πού εξαντλείται σέ παροχές καί δουλικότητα, πρόθυμος νά ανταλλάξει τόν πνευματικό του πλούτο μ’ έκείνον πού φιλοδοξούν νά του χαρίσουν τά μαγικά πράσινα χαρτονομίσματα της υπερατλαντικής ύπερδυνάμεως. Καί καθώς αναπολεί κανείς τό παρελθόν καί άναλογίζεται τήν ιστορική διαδρομή μας ώς έθνους καί ώς λαού, εύλογα διερωτάται «Πώς έφθάσαμεν έδώ;».
Πώς δηλ. καταντήσαμε σέ τούτη τή φτώχεια τών συνειδήσεων, σέ τούτη τήν παρακμή τών άξιων. Πώς άνταλλάξαμε τόσο εύκολα τήν άρχική μας ταυτότητα μέ τό προσωρινό διαβατήριο του δήθεν εκσυγχρονισμού μας πού μάς ανοίγει τάχα τις πόρτες του κόσμου καί μάς χαρίζει τή σφραγίδα τής έγκυρότητος. Πώς άποβάλαμε τό αληθινό μας πρόσωπο καί δεχθήκαμε τήν πλαστική έγχείριση τών επίδοξων εξωραϊστών μας. Καί πώς, τέλος, άπαρνηθήκαμε τό μαστό τής Μάνας μας γιά νά περιορισθούμε στήν κονσέρβα τών πολυεθνικών πού διαφημίζει τήν χωρίς συντηρητικά αιώνια νεότητα καί φρεσκάδα της, ένώ στήν πραγματικότητα είναι φαγητό ξαναζεσταμένο καί άνοστο.
Καί κατ' αρχήν θά πρέπει νά υπενθυμίσω οτι ό λαός μας στήν πλειονότητά του έχει διαβρωθεί άπό τούς νέους τρόπους ζωής καί συμπεριφοράς, γεγονός πού προδίδει οτι ή παρακμή άπλώνεται σέ όλα σχεδόν τά λαϊκά στρώματα, μέ λίγες έπαινετές έξαιρέσεις πού επιβεβαιώνουν τόν κανόνα. Επομένως όλος ό κοινωνικός μας ιστός έχει προσβληθεί άπό τόν κακοήθη όγκο τής άλλοτρίωσης, πού συνεχώς άναπαράγεται σέ ολα τά έπίπεδα. Έφθάσαμε έδώ μέ μιά μεθοδική, σταδιακή καί σχεδόν άπροσδιόριστη γιά τούς πολλούς διαδικασία πού μάς ξέκοψε καί έξακολουθεί νά μάς ξεκόβει άπό τά ζωντανά οράματα τής ζωής μας, άπό τις ομορφιές της, άπό τά μεγάλα της γεγονότα.
Γιά τόν μεσαίο σημερινό "Ελληνα δέν υπάρχουν μεγάλα γεγονότα πιά. Γιατί είμαστε ολοι «μικροί». Είμαστε «λίγοι». Καί ζούμε σάν στενόκαρδοι, μικρόψυχοι άσπάλακες πού σκάβουν λαγούμια κάτω άπό τή γη καί φοβούνται τό φως τής ήμέρας. Είμαστε ιδιοτελείς ομφαλοσκόποι καί διαλέγουμε τούς «ταγούς» μας «κατ' εικόνα καί όμοίωσίν» μας, γιατί τέτοιοι μάς βολεύουν. Δεν θέλουμε άλλους, «μεγάλους» καί σοβαρούς. "Ετσι γίνεται γιά αλλη μιά φορά επίκαιρος ό παλαμικός στίχος: «Μ ’ ο λ α σου θα ζη τά χαμηλά, με καμιά σου δεν θα ζη μ εγ α λ ω σ ύ ν η , κ ι ’ οι π ρ ο φ ή τ ε ς π ου θ ά π ρ ο σ κ υνά, νάνοι κ ι ’ αρλεκίνοι. Κ α ι σ ο φ ο ί του κ α ι κ ρ ιτ ά δ ε ς του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του οι ευνούχοι».
Ή τελική κατάληξη τής ολισθηρός μας πορείας είναι τώρα ή κρίση ταυτότητας πού μάς μαστίζει άπό καιρό. Είμαστε ένας λαός πού μοιάζει νά μήν εχει ούτε ιστορία, ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Καί βέβαια χωρίς ρόλους, χωρίς επιρροή καί χωρίς δύναμη. Σαν τό εκκρεμές κινούμεθα πότε άπό δώ καί πότε άπό κει, μετεωριζόμενοι μεταξύ ανατολής καί δύσεως. Θέλουμε νά λέμε ότι είμαστε στή δύση, καί ή καρδιά μας κτυπα στους ρυθμούς τής άνατολής.
Ζούμε μιά σχιζοφρενική κατάσταση, πού μάς διασπά τήν προσωπικότητα καί μάς προικίζει μέ άνεστιότητα καί άνασφάλεια. Αν δέν είχαμε ενα Παπαρρηγόπουλο, ένα Ζαμπέλιο, ένα Ζακυνθηνό θά μαθαίναμε άκόμη ότι είμαοτε κατ’ εύθείαν άπόγονοι τών άρχαίων Ελλήνων χωρίς τήν παρεμβολή τής χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θά πιστεύαμε ότι εχουμε παππον, χωρίς να έχουμε πατέρα.
Καί θά έχάναμε άπό τή ματιά μας μιά σημαντική, αν μή τήν σημαντικότερη περίοδο τής έθνικής μας ζωής, μιά περίοδο τής έθνικής μας ζωής, μιά περίοδο πού ή ’Ορθοδοξία μαζί μέ τόν Ελληνισμό έπραγματοποίησε τό θαύμα του Βυζαντίου καί μετά τής Τουρκοκρατίας. Οι πολλοί σιωπούσαν όταν ή ίστορία μας κακοποιείτο γιά λόγους ιδεολογικούς, καί άφηναν νά παραμερίζεται ενα έθνικό κεφάλαιο, πού οι ξένοι έγνώριζαν καί γνωρίζουν τήν άξια του περισσότερο από εμάς τους ίδιους.
Δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ με λεπτομέρειες στις προσπάθειες ξένων καί γραικύλων να αλλοτριώσουν του λαού μας την ταυτότητα. Η ρωμηοσύνη υπήρξεν ανέκαθεν ενοχλητική και εξακολουθεί να είναι για τους εκ παραδόσεως «συμμάχους» μας, που όμως δεν διστάζουν να προδίδουν εμάς χάριν των μουσουλμάνων τούρκων. Η φαναριώτικη ιδεολογία ήταν η βραδεία διείσδυση του Ελληνισμού στα σπλάγχνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κι αυτό επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό, αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά την πνευματική υπεροχή μας έναντι των βαρβάρων. Το όραμα αυτό τελικά έσβυσε με το 1922, ενώ εμείς τώρα συνειδητοποιούμε πόσο δυνατοί ήμασταν και πόσο αδύνατοι είμαστε.
Καί συνεχίζουμε καί σήμερα νά κοιμόμαστε μακάρια, ενώ η φωτιά καίει στήν αύλή μας. Εννοώ ότι καί σήμερα συνεχίζονται οι διαλυτικές προσπάθειες όσων θέλουν καί μπορούν άκόμη καί τώρα νά γκρεμίσουν ο,τι εχει μείνει όρθιο στή χώρα μας. Καί σήμερα εξακολουθούμε νά θεωρούμε κάθε τι τό εθνικό, έπικίνδυνο καί φασιστικό, κάθε τι τό ιστορικά ορθό απόβλητο έφ’ όσον άντιβαίνει στήν ιδεολογία πού ό καθένας μας πρεσβεύει. ’Εξακολουθούμε καί σήμερα νά γκρεμίζουμε τούς θεσμούς, νά έξευτελίζουμε τή δικαιοσύνη, νά μισούμε τό κράτος, νά κλέβουμε τις έφορίες, δηλ. τούς διπλανούς μας, όπως λέει καί ή χαρακτηριστική διαφήμιση του Υπουργείου Οικονομικών, να άρνούμεθα την παράδοσή μας, να ζούμε ανθελληνικά και αντορθόδοξα, νά ζητάμε την απόλαυση χωρίς κόπο, τα πτυχία χωρίς αντίκρυσμα, τόν εύκολο και ύποπτο πλουτισμό. Καί παράλληλα εξακολουθούμε νά επιδιδόμαστε σέ διχαστικές πρακτικές, ένώ οι πολιτικοί μας μοιάζουν νά ένδιαφέρονται πιό πολύ γιά τή νομή τής έξουσίας καί λιγότερο γιά προσφορά υπηρεσιών στήν πατρίδα.
Ας μή γελιόμαστε! Ή οικονομική άνάκαμψη καί μόνη δέν αρκεί γιά να μάς βγάλει άπό τό αδιέξοδο. Χρειάζεται πριν άπό αύτήν μιά ήθική καί πνευματική άνάκαμψη, άλλαγή νοοτροπίας καί προοπτικής. Χρειάζεται μετάνοια καί έπιστροφή στις ρίζες μας πού είναι έλληνορθόδοξες. Νά ξαναγυρίσουμε, μέ άλλα λόγια, στην παράδοσή μας, δηλ. στήν πίστη μας, στήν οίκογένειά μας, στό σχολείο μας, στήν πολιτεία μας πού είναι διαποτισμένα ολα άπό τά ζωηφόρα νάματα τής έλληνορθοδοζίας. Πρέπει νά μάθουμε αύτό πού ξέρουν καί φοβούνται οι άλλοι, οτι δηλ. ή αληθινή μας δύναμη είναι νά ξαναγίνουμε αύτό πού είμαστε, χωρίς περιττά ψιμμύθια, χωρίς δάνεια, χωρίς ανώφελες συγκρίσεις.
Καί βέβαια ολα αύτά δέν σημαίνουν οτι θά πρέπει νά απομονωθούμε ή νά καταληφθούμε άπό αισθήματα μίσους πρός τούς ξένους. Άπλούστατα ή θέση τής χώρας μας μέσα στό δυτικό κόσμο δέν είναι πιά διαπραγματεύσιμη. 'Όμως τό ίδιο άδιαπραγμάτευτη θά πρέπει νά είναι καί ή πιστότητά μας στήν ταυτότητά μας καί ό σεβασμός μας πρός τήν παράδοσή μας. Μπορούμε κάλλιστα νά συμπεριφερθούμε κι έμείς όπως οί άλλοι. Νά άγαπήσουμε αύτό πού είμαστε καί νά τό βιώσουμε στήν καθημερινή μας ζωή. Γιατί μόνο τότε θά άπαλλαγούμε άπό τά ποικίλα σύνδρομα τών μειονεξιών μας καί θά άνασάνουμε βαθειά κι ελεύθερα. Ή ’Εκκλησία μας μάς προσφέρει δυνατότητες κοινωνικότητος, πνευματικότητος, τελειότητος. Μάς χαρίζει τή μέθεξη τής θεότητος, τήν αίσθηση τής δόξης, τή διαδικασία τής θέωσης.
Η Έλληνικότης έξ άλλου μάς χαρίζει τήν πλαστικότητα στή σκέψη, τή λεπτότητα τής έκφρασης, τήν ακρίβεια τής γλώσσης. Γιά ολα αύτά θά επρεπε νά είμαστε υπερήφανοι καί καυχώμεθα. Καί άν δέν είμαστε νά γίνουμε, καί βέβαια όχι στή θεωρία, άλλά στήν πράξη.
Κατά συνέπειαν αν στό ερώτημα: «Πώς έφθάοαμεν έδώ» ή απάντηση είναι «Έφθάσαμε σταδιακά, άνεπαίσθητα, μωρολογώντας, γκρεμίζοντας, άποχαυνωμένοι άπό τήν Κίρκη τής άλλοτρίωσης. Έφθάσαμε μέχρις έδώ άπό τήν άνοησία μας», τότε στό έρώτημα «Πώς θά βγούμε άπό έδώ» ή άπάντηση είναι: «Μέ τή βοήθεια τοϋ Θεοΰ, στηριζόμενοι στά πατροπαράδοτα πνευματικά μας έρείσματα, στις έγγενεϊς δυνάμεις τοϋ πολιτισμού μας, στόν πατρογονικό μας πλούτο, στά πόδια μας τά πραγματικά, τά άληθινά καί οχι στά ξύλινα ή στά γυάλινα. Θά βγούμε άπ’ έδώ μέ τήν ευφυΐα πού διαθέτουμε, κλείνοντας μάτια καί αύτιά στις προκλητικές Σειρήνες του αποπροσανατολισμού μας».