Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δραγούμης: Οι κοινωνικές τάξεις κάτω από το Έθνος

Από το άρθρο του Ίωνος Δραγούμη «Το Έθνος, οι τάξες και ο ένας» που δημοσιεύτηκε στον «Νουμά» στις 25 Νοέμβρη του 1907 ως απάντηση στο βιβλίο του  Γ. Σκληρού «Το κοινωνικόν μας ζήτημα».

Από το άρθρο του Ίωνος Δραγούμη «Το Έθνος, οι τάξες και ο ένας» που δημοσιεύτηκε στον «Νουμά» στις 25 Νοέμβρη του 1907 ως απάντηση στο βιβλίο του  Γ. Σκληρού «Το κοινωνικόν μας ζήτημα».

Αλλά θύμωσε ο Π. Βασιλικός που ο Ραμάς είπε τη γνώμη του ευσυνείδητα, και ξεσπάθωσε και χτύπησε δεξιά, και χτύπησε ζερβιά, και άφρισε, έβγαλε φλόγες από το στόμα του, πυροβόλησε στον αέρα ― για να υποστηρίξει κάποιον Μαρξ, όπως θάκανε κανένας κομματάρχης για το Μερκούρη.

Μας ερμηνεύει λοιπόν αυτό το τι θα πει ε ξ έ λ ι ξ η και π ρ ό ο δ ο.

Μα και πάλι εγώ αισθάνομαι σαν το δισταχτικό το Ραμά, που δεν ξέρει καλά καλά αν «εξέλιξη» και «πρόοδο» είναι το ίδιο πράμα. Μα εγώ παθαίνω και χειρότερα. Από μεγάλη μου στενομυαλιά, ούτε τι θα πει το καθένα χωριστά μπορώ να νοιώσω. Π ρ ό ο δ ο ; προβαίνει, κανένας ή κάτι, κατά κάποιο σημάδι; Τι είναι αυτό το σημάδι; Άραγε μην πάει να πει προκοπή; ή μήπως κι όταν πάει να χαντακωθεί κανένας, κι αυτό το λένε πρόοδο; και γιατί να μην το λένε έτσι, αφού είναι πρόοδο να χαντακώνεται η Γαλλία, όπως χαντακώνεται; Και η λέξη « ε ξ έ λ ι ξ η » ξέρω πως πάει να πει επάνω ― κάτω αλλαγή. 

Θα μιλήσω λίγο σοβαρά με τον κ. Σκληρό που τον εκτιμώ για το καθάριο μυαλό του, και την ησυχία που συζητεί όλα, και καθίζει στο κάθε τι το σύστημά του. Θα τον ήθελα μονάχα λιγάκι πιο άνθρωπο σωστό και λιγώτερο σκλάβο της επιστήμης. Σε κανενός τις θεωρίες ο άνθρωπος δεν ταιριάζει να σκλαβώνεται, ούτε στις δικές του. Και της επιστήμης υπάρχουν σύνορα. Πρέπει να τα βλέπει ο αληθινά σοφός. Από τα λόγια μου αυτά καταλαβαίνει ο αναγνώστης, πως δε μου πολυαρέσουν οι θεωρίες και τα συστήματα, ούτε και σαστίζω μπροστά στην επιστήμη, ούτε ξιππάζομαι όπως τα 999/1000 των συγκαιρινών μου Ευρωπαίων. Την επιστήμη δεν την πολυπιστεύω, και η υπερβολική πίστη του κόσμου σ' αυτήν, μου φαίνεται εμένα σαν καμιά αρρώστια του καιρού μας ― ίσως σύμπτωμα κι αυτό ξεπεσμού μερικών λαών της Ευρώπης. Το επιστημονικό πνεύμα, αφού ξαπλώθηκε στους αρχαίους λαούς, τους έφαγε. Να δούμε μάς τι θα μας κάμει. ·

Μου φαίνεται πως φρόνημο θα είταν να βάζαμε κάποια σύνορα· ε μ ε ί ς, οι πολλοί, να ζούμε και να συλλογιζόμαστε ολότελα, έξω από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της επιστήμης, ― όσο για τους ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς, αυτοί να κρατούν την επιστήμη για τον εαυτό τους και ό,τι χρειαζόμαστε απ' αυτούς να τους το γυρεύουμε. Ενώ αυτοί έχουν τώρα πλημμυρίσει τον κόσμο.

Θα μου πει βέβαια ο κ. Σκληρός: «Και λοιπόν δεν παραδέχεσαι πως θα φανερωθούν και στην Ελλάδα πόλεμοι άγριοι μια μέρα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξες;»

Και θα του αποκριθώ: «Είμαι, κ. Σκληρέ, πολιτικός. Μεις οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περίστασες, ― δηλαδή βλέποντας και κάνοντας. Ο καλός πολιτικός, με το δυνατό ψυχολογικό του μάτι, προβλέπει πολλά που είναι να γίνουν, και προετοιμάζεται να τα δεχτεί, να τα διορθώσει όσο μπορεί, να τα μπαλώσει προσωρινά, να τα ξερριζώσει τελειωτικά αν μπορεί και είναι ανάγκη, να τα σπρώξει να μεγαλώσουν, να δυναμώσουν, να πάρουνε δρόμο, αν κρίνει πως έτσι πρέπει. Τι πράμα όμως κανονίζει όλες αυτές τις πράξες του; Πώς ξέρει και διαγνώνει σε κάθε περίσταση τ ι π ρ έ π ε ι; Αν είναι πολιτικός όπως χρειάζονται τα κράτη, θα έχει νόμο απαράβατο και σταθερό το αυστηρό πολιτικό συμφέρο του κράτους, δηλαδή την αυτοσυντηρησία του κράτους, και τη νίκη της εθνικής ζωής, ας είναι και εις βάρος άλλων κρατών. Αυτό ήθελαν να πουν και οι Ρωμαίοι ― οι μεγάλοι πολιτικοί ― με το salus populi suprema lex esto.

 Αλλά πρόσεχε δω, κύριε Σκληρέ, εδώ είναι ο κόμπος. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστούν τα συμφέροντα της κάθε τάξης; οι προλετάριοι πρέπει, να αρρωστήσουν, να μείνουν δίχως ψωμί, γυμνοί, χωρίς σπίτια, να χαντακωθούν, να χαθούν ολότελα, να πεθάνουν; (Βλέπω δάκρυα στα μάτια σου, κ. Σκληρέ, γιατί; μην είσαι και συ σπλαχνικός, φιλάνθρωπος, μαλακός; ― και τότε είσαι καθαυτό του καιρού μας φαινόμενο, ή μήπως, επειδή παίρνω άλλη βάση στις σκέψες μου από σένα, λυπήθηκες που σε βγάζω από το σύστημά σου;)

Ναι, αν είναι ανάγκη να ζήσουν έτσι οι εργάτες, αν το κράτος έχει γενικώτερες δουλειές να κοιτάξει, αν δεν είναι σοβαρός κίντυνος για το κράτος, ― ας ζήσουν ακόμα έτσι. Αν πάλε είναι να σηκωθούν, ας κάμουν το σηκωμό τους, και θα πάρουν με το «έτσι το θέλω» άλλο κανένα κόκκαλο για να ζήσουν. Αν ο σηκωμός αυτός καταντήσει μεγάλος, σαν τη γαλλική επανάσταση, θα αλλάξει η τάξη που κυβερνά και θάρθει να κυβερνήσει άλλη τάξη. Αυτό όμως δε μ' ενδιαφέρει. Όποια τάξη κι αν θέλει ας έρθει, αν μπορεί, να κυβερνήσει, σύμφωνα με τα συμφέροντα της και τα ιδανικά της. Φτάνει το κράτος να ζει, να στέκεται στα πόδια του, να μπορεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στα τόσα άλλα κράτη. Κάθε τάξη που κυβερνά ένα κράτος, πρέπει μεταξύ στα ιδανικά της, (στις φαντασίες της, να πούμε,), να έχει και την εικόνα του κράτους, τη συνείδηση, πως κάτι τι κοινό έχουν όλοι όσοι κάνουν το κράτος, και όλες οι τάξες της κοινωνίας, και ότι και οι άλλες τάξες, μ' όλες τους τις διαφορές, έχουν κάποια κοινά αισθήματα, κοινές ιδέες, κοινές παράδοσες, κοινά συμφέροντα, κοινές ανάγκες, και τη μεγάλη ανάγκη της αλληλεγγύης αναμεταξύ τους. Δεν μπορεί να τα παραγνωρίσει αυτά η τάξη που κυβερνά, γιατί αλλοιώς δε στέκεται.

Η διαφορά μεταξύ σένα, κ. Σκληρέ, και τους δημοτικιστές, μπορεί να είναι, καθώς λες, πως τούτοι είναι μ ε τ α φ υ σ ι κ ο ί ενώ συ είσαι δ ι α λ ε χ τ ι κ ό ς (όπως λέγει, ο Χέγκελ). Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυνώ μας, είναι, κ. Σκληρέ, ότι συ ταράζεσαι πάρα πολύ με τα συμφέροντα μιας τάξης ή και δυο, ή και με τα μαλλιοτραβήγματά τους, ― ίσως είσαι και συ σπλαχνικός, χωρίς να το πολυνοιώθεις, (η υπερβολική ψυχοπονιά είναι κι αυτή σημάδι του καιρού μας) ― ενώ ο αληθινά σκληρός είμαι ε γ ώ, ο πολιτικός, που δε με ταράζουν, αν και τα βλέπω, τα μαλλιοτραβήγματα από τάξη σε τάξη, είτε από άτομο σε άτομο, και κοιτάζω προπάντων τη ζωή του έθνους. Τις τάξες τις λογαριάζω κι αυτές, αφού κι αυτές είναι μέσα στο έθνος, αλλ' ούτε τόσο τις ξεχωρίζω, όπως συ, ούτε τις επαναστάσεις τους τις θεωρώ απαραίτητες, αφού ανταγωνισμός υπάρχει και μπορεί ελεύτερα πάντα να γίνεται. Συ παίρνεις βάση και αρχή για τις σκέψες σου τις κοινωνικές τάξες. Παίρνεις ένα μεγαλωτικό φακό και ξεδιαλύνεις τους οικονομικούς λόγους που πλάθουνε τις τάξες. Και απ' αυτού προχωρείς και βγάζεις συμπεράσματα λογικά και σύμφωνα με την αρχή σου. 

Αλλ' ο φακός σου μεγαλώνει πάρα πολύ εκείνα που μ' επιμονή παρατηράς. Πιάνεις τα πλήθη και χάνεσαι αυτού μέσα, και όλα από κει γυρεύεις να τα βρεις. Τη μεγάλη δύναμη, που μια εξαιρετική ιδιοφυία μπορεί να μαζέψει στα χέρια της, δε φαίνεσαι να τη διακρίνεις καλά, ούτε την υπερβολική σπρωξιά, που μπορεί, την κατάλληλη στιγμή, να δώσει σ' ένα έθνος ολάκερο ― όχι μονάχα σε μια τάξη ― μια ιδέα, και όταν δεν προέρχεται από το στομάχι.

Εγώ για βάση της σκέψης μου βάζω το salus populi, τη σωτηρία, τη ζωή όλου του έθνους που με γέννησε. Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν. Δε συλλογίζουμαι συχνά τα στομαχικά συμφέροντα. Δε λυπούμαι κείνους που, μην ξέροντας να βρουν ψωμί, πεθαίνουν από την πείνα. Άξιος ο μισθός τους. Έτσι δε με πολυσκοτίζουν ούτε οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους. Πιστεύω πως όταν ο ανταγωνισμός μεταξύ στις τάξες ― που υπάρχει πάντα ― μπει στην πρώτη γραμμή και γίνει η πρώτη φροντίδα και σκέψη των ανθρώπων ενός κράτους, και γίνει αυτό ιδανικό κι όλα, το κράτος αυτό δεν είναι πια για να ζήσει. Μπορεί το έθνος να εξακολουθεί να ζει, μα το κράτος θα χαντακωθεί. Πιστεύω και τούτο, πως μια ιδέα, άμα καταφέρει ένας ή πολλοί να τη βάλουν στο κεφάλι ενός έθνους, όχι μόνο δύσκολα βγαίνει, αλλά όσο υπάρχει, μπορεί να σπρώξει το έθνος, να αναποδογυρίσει βουνά, και τα δικά του τα συμφέροντα το κάθε άτομο για καιρό να τα ξεχάσει. 

Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος. Ξέρω και πως, για να βγει ένας Σαιξπήρος, χρειάστηκε για έναν αιώνα οι δραματογράφοι και θεατρίνοι να πληθύνουν τόσο στην Αγγλία, που να καταντήσουν τάξη και προλετάριοι. Αλλά πιστεύω πως οι κοινωνίες τίποτε άλλο δε χρησιμεύουν, παρά για να ξεφυτρώνουν από μέσα τους εξαιρετικοί άνθρωποι, και για τούτο ονομάζω τις κοινωνίες μ α γ ε ρ ι ά α ν θ ρ ώ π ω ν. Στις κοινωνίες επάνω ακουμπούν οι λιγοστοί που φανερώνονται εξαιρετικοί άνθρωποι, από τις κοινωνίες παίρνουν τη δύναμη τους, το είναι τους, όλα, μα είναι διαφορετικοί από την κοινωνία, κι αυτό μ' αρέσει.

Λένε Μεγάλη Ιδέα τη φαντασία και την ελπίδα πως θα αναστηθεί μια μέρα το Βυζαντινό κράτος με πρωτεύουσα την Πόλη; Ίσως! Αλλά Μεγάλη Ιδέα δεν είναι ότι μόνη η Θράκη, όση απομένει στην Τουρκιά, είχει μαζί με την Πόλη σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες. Αυτά είναι αριθμοί. Τι θέλουν οι Έλληνες αυτοί, δεν ξέρω. Μα σεις που μιλείτε για τόσα γενικά εθνικά ζητήματα, δε στοχαστήκατε πως ίσως σας διαβάσουν και μερικοί απ' αυτούς, και βλέποντας πως μικραίνετε όσο μπορείτε τα σύνορα του έθνους και πως μιλείτε για μια μικρούτσικη Ελλάδα, και πως μιλείτε σα νάταν τελειωμένη η Ελλάδα και να μην είχε να σκεφτεί πια για τίποτε άλλο, παρά για τους προλεταρίους της ― δε στοχαστήκατε, λέω, πως ίσως τολμήσουν και σας ρωτήσουν:

«Ε και μας τι μας έκαμες, τους άλλους; Σε ποιο κράτος θα είμαστε προλετάριοι ή διοικούσα τάξη; Πού μας βάζεις; Ποιος σου είπε πως θ' αφήσουμε την Ελλάδα ήσυχη, εμείς, να γίνεται, Βέλγιο της Ανατολής; Μεις τη χρειαζόμαστε γι' άλλα, για τη ζωή μας που κιντυνεύει από εχτρούς που δεν τους βλέπεις επειδή βρίσκουνται έξω από τα σύνορα του κράτους. Τη χρειαζόμαστε και για να καλλιτερέψουμε την τύχη μας. Πώς συ ορίζεις τα πράματα, χωρίς να μας ξετάσεις και μας, να δεις τι είμαστε, και τι θέλουμε, και από τι παθαίνουμε, και π ώ ς βλέπουμε το κράτος το Ελληνικό; Τους Έλληνες από την Ελλάδα που, σαν και σένα, στοχάζονται την Ελλάδα ξετελειωμένο κράτος, ολοστρόγγυλο, σαν ολλανδέζικο τυρί, με σύνορα κι όλα τάλλα σημάδια ενός κράτους, ― σας ονομάζουμε μεις Ε λ λ α δ ι κ ο ύ ς, με κάποια καταφρόνια. Και αυτό το όνομα που σας δίνουμε, αποδείχνει πως ο τρόπος που νοιώθετε την Ελλάδα σεις, δεν είναι αληθινός. Για να σας δίνουμε αυτό το παρατσούκλι, πάει να πει πως νοιώθουμε πως έχετε ή θέλετε να έχετε άλλη ψυχή από τη δική μας. Και πάντα δεν το παραδεχόμαστε. Η ψυχή η δική μας θέλει, την ύπαρξη του έθνους, τη ζωή του έθνους, την ένωση του έθνους όλου σ' ένα κράτος. Κι ό,τι λέει η ψυχή μας, αυτό είναι και η αλήθεια».

Αν πιστεύει αλήθεια ο κ. Σκληρός, ότι πόλεμος είναι ζωή, όπως το πιστεύω κ' εγώ, αν θέλει κίνηση κι αγώνες, ας θυμηθεί το τι κίνηση κι αγώνες και στρατιωτικούς και πολιτικούς και οικονομολογικούς χρειάστηκε να κάμουν οι Ιταλοί προτού καταφέρουν την ένωσή τους. Εκεί θα βρει ομοιότητες. Οι Έλληνες οι τωρινοί ― Ελλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868.