Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Η μάχη της Τύρου (Διόδωρος Σικελιώτης)


Η μάχη της Τύρου όπως την κατέγραψε ο Διόδωρος Σικελιώτης

40. Επί άρχοντος Νικηράτου στην Αθήνα, οι Ρωμαίοι ανέδειξαν υπάτους τον Μάρκο Ατίλιο και τον Μάρκο Ουαλέριο, ενώ διεξήχθη και η εκατοστή δευτέρα Ολυμπιάδα, στην οποία νίκησε ο Χαλκιδεύς Γρύλος. Επί των ημερών τους, ο Αλέξανδρος, μετά τη μάχη στην Ισσό, έθαψε τους νεκρούς και μαζί μ' αυτούς και τους εχθρούς που είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους.
Μετά απ' αυτό, πρόσφερε μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς, τίμησε όσους διακρίθηκαν για την ανδρεία τους στη μάχη με δώρα ανάλογα της αξίας τους και άφησε μερικές ημέρες το στράτευμα να αναλάβει δυνάμεις. Έπειτα, προχώρησε προς την Αίγυπτο και φτάνοντας στη Φοινίκη παρέλαβε όλες τις άλλες πόλεις, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με χαρά. Μόνο οι Τύριοι εμπόδισαν τον βασιλιά με αλαζονεία, όταν θέλησε να μπει στην πόλη και να προσφέρει θυσία στον Τύριο Ηρακλή. Ο Αλέξανδρος προσβλήθηκε βαριά και τους απείλησε ότι θα πολιορκούσε την πόλη μέχρι τέλους. Οι Τύριοι όμως υπέμεναν με θάρρος την πολιορκία. Αυτοί αφενός ήθελαν να προσφέρουν υπηρεσία στον Δαρείο, προς τον οποίο παρέμεναν πιστοί και πίστευαν ότι ο βασιλιάς θα τους αντάμειβε πλουσιοπάροχα για τη χάρη που του έκαναν να καθηλώσουν τον Αλέξανδρο σε μια μακρόχρονη και επικίνδυνη πολιορκία, δίνοντας στον βασιλιά την άνεση να προετοιμαστεί. Αφετέρου, βέβαια, είχαν εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του νησιού και στις πολεμικές τους προετοιμασίες, ενώ στηρίζονταν και στους Καρχηδονίους που ήταν δικοί τους άποικοι. Ο βασιλιάς είδε ότι η πόλη ήταν πολύ δύσκολο να πολιορκηθεί από τη θάλασσα, λόγω των οχυρωματικών έργων που είχαν γίνει στα τείχη και λόγω της ναυτικής της δύναμης, ενώ παράλληλα από τη στεριά ήταν σχεδόν απρόσιτη, καθώς απείχε τέσσερα σχεδόν στάδια από την κυρίως χώρα. Αποφάσισε όμως πως συνέφερε να υποστεί κάθε κίνδυνο και να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε η οποιαδήποτε πόλη να μάθει να μην περιφρονεί τη δύναμη των Μακεδόνων. Αμέσως, λοιπόν, κατεδάφισε τη λεγόμενη Παλαιά Τύρο και με πολλές μυριάδες ανθρώπων μετέφερε τις πέτρες και άρχισε την κατασκευή προβλήτας που είχε πλάτος δύο πλέθρα. Στο έργο αυτό προσέλαβε ολόκληρο τον πληθυσμό των γύρω πόλεων και χάρη στα πολλά χέρια το έργο προχωρούσε γοργά.

 41. Στην αρχή, οι Τύριοι πλησίαζαν με τα πλοία τους την προβλήτα και γέλαγαν με το βασιλιά και ρώταγαν αν πιστεύει ότι είναι καλύτερος από τον Ποσειδώνα. Έπειτα όμως, καθώς το έργο προχωρούσε με απροσδόκητη ταχύτητα, ψήφισαν να μεταφερθούν τα παιδιά, οι γυναίκες και οι γέροντες στην Καρχηδόνα, και κράτησαν τους ακμαίους άντρες τους οποίους εκπαίδευαν για την τειχομαχία και τη ναυμαχία, καθόσον διέθεταν ογδόντα τριήρεις. Τελικά, ένα μέρος μόνο των γυναικόπαιδων πρόφτασε να εξασφαλιστεί στην Καρχηδόνα, διότι, καθώς το έργο προχωρούσε ταχύτατα λόγω των πολλών χεριών και δεν διέθεταν αξιόμαχο αριθμό πλοίων, ψήφισαν να υπομείνουν όλοι την πολιορκία. Από καταπέλτες και τις λοιπές μηχανές που χρειάζονται στις πολιορκίες είχαν μεγάλη αφθονία, αλλά κατασκεύασαν κι άλλους περισσότερους με αρκετή ευκολία, καθώς στην Τύρο ζούσαν μηχανικοί και όλων των ειδών οι τεχνίτες. Μ' όλα αυτά τα κάθε είδους και πρωτότυπα στη σύλληψη τους όργανα που κατασκευάζονταν, όλος ο περίβολος της πόλης γέμισε με μηχανές, αλλά περισσότερο το μέρος όπου η προβλήτα πλησίαζε το τείχος. Μόλις το έργο που κατασκεύαζαν οι Μακεδόνες έφτασε σε απόσταση βέλους, ακόμα κι οι θεοί έστειλαν οιωνούς στους ανθρώπους που κινδύνευαν. Από το πέλαγος έφερε το κύμα κοντά στο έργο ένα κήτος απίστευτου μεγέθους, το οποίο έπεσε επάνω στην προβλήτα χωρίς να της προξενήσει καμιά ζημιά, ενώ το υπόλοιπο σώμα του έμενε ξαπλωμένο επί πολύ χρόνο και το παράδοξο θέαμα προκαλούσε μεγάλη κατάπληξη στους θεατές, έπειτα ξανοίχτηκε πάλι στο πέλαγος, αφήνοντας και τις δυο πλευρές στην αγωνία των προλήψεων. Διότι κι οι δυο διέκριναν στα γεγονός την πρόθεση του Ποσειδώνα να τους βοηθήσει, ερμηνεύοντας τα πράγματα όπως τους συνέφερε. Υπήρξαν όμως και άλλα παράξενα σημάδια, ικανά να σκορπίσουν σύγχυση και φόβο στον λαό. Για παράδειγμα, στο συσσίτιο των Μακεδόνων τα ψωμιά που κόβονταν είχαν αιματόμορφη όψη. Επίσης, κάποιος είπε πως είδε όνειρο τον Απόλλωνα να λέει ότι πρόκειται να εγκαταλείψει την πόλη. Ο κόσμος είχε υπόνοιες ότι ο άνθρωπος τα έλεγε επίτηδες για να προσφέρει υπηρεσία στον Αλέξανδρο, γι΄ αυτό και οι νεότεροι όρμησαν να τον λιθοβολήσουν, αλλά οι άρχοντες κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν και να τον πάνε ικέτη στον ναό του Ηρακλή, όπου γλίτωσε την τιμωρία. Οι Τύριοι, ωστόσο, φοβήθηκαν και έδεσαν τη βάση του ξύλινου αγάλματος του Απόλλωνα με χρυσές αλυσίδες, για να εμποδίσουν, όπως φαντάζονταν, την αποχώρηση του θεού από την πόλη.

42. Οι Τύριοι, τώρα, ανησύχησαν σοβαρά με το προχώρημα της προβλήτας και γέμισαν πολλά από τα μικρότερα σκάφη με οξυβελείς και καταπέλτες, με τοξότες και σφενδονήτες, που πλησίαζαν τους εργαζόμενους στις προσχώσεις και σκότωναν πολλούς και τραυμάτιζαν περισσότερους. Διότι, όταν πολλά και ποικίλα βλήματα ρίχνονται πάνω σε αόπλους, κανένα δε χάνει τον στόχο του, έτσι όπως οι στόχοι βρίσκονται εκτεθειμένοι μπροστά τους. Τύχαινε, μάλιστα, τα βλήματα να μην τους βρίσκουν μόνο κατά μέτωπο αλλά και στα νώτα, γιατί οι άνθρωποι εργάζονταν και στις δυο πλευρές ενός μάλλον στενού αναχώματος, όπου κανείς δεν ήταν δυνατόν να φυλαχτεί από εκείνους που τους χτυπούσαν κι από τις δυο πλευρές. Ο Αλέξανδρος, θέλοντας να διορθώσει άμεσα την απρόβλεπτη συμφορά, επάνδρωσε όλα τα πλοία και πρώτος αυτός έβαλε πλώρη προς το λιμάνι των Τυρίων για να εμποδίσει την επιστροφή των Φοινίκων. Οι βάρβαροι φοβούμενοι μήπως κυριεύσει το λιμάνι και βρει την πόλη έρημη από υπερασπιστές, έβαλαν επίσης πλώρη ολοταχώς για την Τύρο. Κι ενώ κι οι δυο στην προσπάθεια τους είχαν πέσει στα κουπιά μ' όλη τους τη δύναμη κι οι Μακεδόνες πλησίαζαν ήδη στο λιμάνι, οι φοίνικες παρά λίγο να χαθούν όλοι, αλλά σε μια ύστατη προσπάθεια κι αφού έχασαν τα τελευταία πλοία πρόλαβαν και σώθηκαν στην πόλη. Ο βασιλιάς, που απέτυχε σ' αυτό το μεγάλο σχέδιο, παραφύλαγε στο ανάχωμα και με τον αριθμό των πλοίων παρείχε ασφάλεια στους εργαζομένους. Κι ενώ η προβλήτα κόντευε να φτάσει στην πόλη και αναμενόταν η άλωση, φύσηξε δυνατός βορειοδυτικός άνεμος και διέλυσε το μεγαλύτερο μέρος της επιχωμάτωσης. Ο Αλέξανδρος βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση με τούτη την αυτόματη καταστροφή του έργου κι άρχισε να μετανιώνει για το σχέδιο της πολιορκίας, επικράτησε όμως το φιλότιμο κι έδωσε εντολή να κοπούν τα πελώρια δέντρα από τα βουνά, που μεταφέρονταν εκεί κι έτσι όπως ήταν ολόκληρα με τα κλαδιά τους τα έχωνε στις παρυφές του αναχώματος κι έκοβε την ορμή των κυμάτων. Αφού αποκατέστησε γρήγορα τις ζημιές της προβλήτας και την προχώρησε, χάρη στον αριθμό των εργαζομένων, σε απόσταση βολής, έστησε τις μηχανές του στην άκρη και με τους πετροβόλους καταπονούσε τα τείχη, ενώ με τους οξυβελείς αναχαίτιζε τους φρουρούς των επάλξεων. Μαζί αγωνίζονταν και οι τοξότες και οι σφενδονήτες, που χτυπούσαν και πλήγωναν πολλούς από τους υπερασπιστές της πόλης.

 43. Οι Τύριοι, από την άλλη, που διέθεταν χαλκουργούς και μηχανικούς, είχαν ετοιμάσει έξυπνα αντιμέτρα. Για τα βέλη, δηλαδή, που εκσφενδόνιζαν οι οξυβελείς, είχαν τροχούς με πυκνές ακτίνες, τους οποίους περιέστρεφαν με κάποιο μηχανικό σύστημα κι από τα βέλη άλλα συντρίβονταν κι άλλα εξοστρακίζονταν, ενώ σε όλα κοβόταν η ορμή. Τους λίθους από τα πετροβόλα τους δέχονταν κάποια μαλακά και ελαστικά κατασκευάσματα που μείωναν την ορμή της εκτόξευσής τους. Ο βασιλιάς, όμως, παράλληλα με την επίθεση από την προβλήτα, περιέπλεε μ' ολόκληρο τον στόλο την πόλη και εξέταζε τα τείχη, κι ήταν φανερό πως σκόπευε να πολιορκήσει την πόλη από στεριά και από θάλασσα. Οι Τύριοι δεν τολμούσαν πλέον να ανοιχτούν με το στόλο τους και να τον αντιμετωπίσουν, είχαν όμως τρία πλοία αγκυροβολημένα μπρος απ' το λιμάνι. Ο βασιλιάς τους επιτέθηκε, τα συνέτριψε όλα και επανήλθε στο στρατόπεδό του. Θέλοντας οι Τύριοι να διπλασιάσουν την ασφάλεια που τους παρείχαν τα τείχη, άφησαν πέντε πήχεις κενό, οικοδόμησαν άλλο τείχος, πλάτους δέκα πήχεων, και γέμισαν το ενδιάμεσο διάστημα με πέτρες και χώμα. Ο Αλέξανδρος όμως έζευξε τις τριήρεις μεταξύ τους και τοποθετώντας πάνω τους μηχανές κάθε είδους κατάφερε να ρίξει το τείχος σε μήκος ενός πλέθρου κι από κει άρχισαν να μπαίνουν οι Μακεδόνες στην πόλη. Οι Τύριοι κατάφεραν την τελευταία στιγμή να αναχαιτίσουν τους εισβολείς ρίχνοντάς τους ασταμάτητα βέλη, κι όταν έπεσε η νύχτα ανοικοδόμησαν το μέρος του τείχους που είχε πέσει. Μετά από λίγο, όταν η προβλήτα άγγιξε το τείχος και η πόλη βρέθηκε χτισμένη σε χερσόνησο, λάβαιναν χώρα πολλοί και γενναίοι αγώνες κατά τις τειχομαχίες. Διότι έχοντας μπρος στα μάτια τους οι Τύριοι κι αναλογιζόμενοι τις συμφορές που θα τους έβρισκαν με την άλωση της πόλης, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο με τέτοια αποφασιστικότητα που περιφρονούσαν το θάνατο. Όταν, λοιπόν, οι Μακεδόνες πλησίασαν πύργους ψηλούς, ίσους με τα τείχη κι από αυτούς έριχναν γεφυρώματα και περνούσαν με τόλμη στις επάλξεις, οι Τύριοι βρέθηκαν να έχουν πολλά βοηθήματα από την επινοητικότητα των μηχανικών τους. Κατασκεύασαν μεγάλες τρίαινες με αγκυλωτά δόντια και ρίχνοντάς τες με το χέρι χτυπούσαν όσους ανέβαιναν στους πύργους. Οι τρίαινες, που στην άκρη τους είχαν δεμένο σκοινί, μπήγονταν στις ασπίδες τους κι οι Τύριοι τους τραβούσαν προς το μέρος του από τα σκοινιά. Έπρεπε, λοιπόν, είτε να πετάξουν τις ασπίδες τους κι έτσι αφύλακτοι να χτυπηθούν από τα βέλη που έπεφταν βροχή ή να κρατήσουν τα όπλα τους από ντροπή και να πέσουν να τσακιστούν από τους ψηλούς πύργους. Άλλοι έριχναν αλιευτικά δίχτυα πάνω σ' εκείνους που μάχονταν στα γεφυρώματα, αχρηστεύοντας τους τα χέρια, τους τράβαγαν και τους πέταγαν κάτω από το γεφύρωμα.

44. Οι Τύριοι επινόησαν κι άλλη πρωτότυπη μέθοδο έναντι της ανδρείας των Μακεδόνων, με την οποία αχρήστευαν τους πιο επικίνδυνους και τους υπέβαλλαν στο χειρότερο βασανιστήριο. Έφτιαξαν, δηλαδή, χάλκινες και σιδερένιες ασπίδες, τις γέμισαν με άμμο κι από κάτω είχαν φωτιά που πυράκτωνε την άμμο. Έτσι πυρακτωμένη την έριχναν, με κάποιο μηχανικό σύστημα, στους πλέον προωθημένους μαχητές και όσους πετύχαιναν τους βύθιζαν στην έσχατη συμφορά, διότι η άμμος εισχωρούσε μέσα από το θώρακα και το χιτώνιο και καυτή όπως ήταν κατάκαιγε τη σάρκα, χωρίς να υπάρχει τρόπος για τα θύματα ν' απαλλαγούν από το κακό. Γι' αυτό και φώναζαν και παρακαλούσαν, σαν να τους βασάνιζαν, χωρίς να μπορεί να τους βοηθήσει κανείς. Το φρικτό αυτό βασανιστήριο τους έφερνε τρέλα και πέθαιναν αβοήθητοι από το οικτρό μαρτύριο. Οι φοίνικες, ταυτόχρονα, έριχναν από πάνω ακόντια και πέτρες και με το πλήθος των βλημάτων δοκίμαζαν τις αντοχές των μαχητών, ενώ έκοβαν με μακριά δρεπανηφόρα κοντάρια τα σχοινιά εξάρτησης των κριών και αχρήστευαν την ορμή τους. Με τους πυρφόρους, επίσης, εκτόξευαν μεγάλους διάπυρους μύδρους στις τάξεις των εχθρών, που λόγω της πυκνότητας τους έδιναν βέβαιο στόχο, ενώ με τους γάντζους και τις σιδερένιες άρπαγες άρπαζαν τους αγωνιστές από τα θωράκια των πύργων. Καθώς είχαν πολλά χέρια στη διάθεση τους, χρησιμοποιούσαν όλες τους τις μηχανές και προκαλούσαν βαριές απώλειες στους πολιορκητές.

 45. Ο τρόμος βρισκόταν στο απώγειό του και η φρίκη της μάχης γινόταν αβάσταχτη. Οι Μακεδόνες, ωστόσο, δεν εννοούσαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα· αντιθέτως, περνούσαν ατρόμητοι πάνω από τους πεσόντες χωρίς να πτοούνται από τις συμφορές των συντρόφων τους. Παράλληλα ο Αλέξανδρος, έχοντας στήσει στα κατάλληλα σημεία τους πετροβόλους καταπέλτες, έσειε τα τείχη με τα πελώρια λιθάρια που εκσφενδόνιζαν, ενώ με τους οξυβελείς καταπέλτες στις επάλξεις των ξύλινων πύργων και με τον καταιγισμό των βελών που έριχναν αποδεκάτιζε τους υπερασπιστές του τείχους. Ως αντίμετρο οι Τύριοι τοποθετούσαν μπρος απ' τις επάλξεις μαρμάρινους τροχούς και περιστρέφοντάς τους με κάποιο σύστημα σύντριβαν τα καταπελτικά βέλη που έρχονταν με ορμή ή τα εξοστράκιζαν προς τα πλάγια καθιστώντας τις βολές των καταπελτών αναποτελεσματικές. Εκτός τούτων, έραβαν προβιές ή διπλά κατεργασμένα δέρματα παραγεμισμένα με φύκια κι αυτά δέχονταν τις βολές από τους πετροβόλους, διότι καθώς τα δέρματα ήταν ελαστικά απορροφούσαν την ορμή των λιθαριών που έπεφταν πάνω τους. Γενικά, οι Τύριοι αμύνονταν σθεναρά με κάθε τρόπο. Έχοντας, μάλιστα, στη διάθεση τους άφθονα πολεμικά μέσα πήραν τον αέρα των εχθρών και παρατώντας το τείχος και τις θέσεις τους στις επάλξεις ανέβαιναν στα γεφυρώματα και αντέτασσαν στις γενναιότητα των αντιπάλων τη δική τους ανδρεία. Έτσι, λοιπόν, στις συμπλοκές τους με τους εχθρούς μάχονταν σώμα με σώμα κι έδιναν τον μεγάλο αγώνα για τη σωτηρία της πατρίδας τους, ενώ μερικοί με τους πελέκεις στο χέρι έκοβαν όποιο σημείο του αντιπάλου βρισκόταν μπροστά τους. Τότε ήταν που ένας αξιωματικός των Μακεδόνων, ονόματι Άδμητος, ξεχωριστός για την ανδρεία και τη σωματική του ρώμη, αντιμετώπισε με θάρρος την ορμή των Τυρίων και σκοτώθηκε ηρωικά, χτυπημένος μ' έναν πέλεκυ στη μέση του κεφαλιού. Ο Αλέξανδρος, βλέποντας τους Τυρίους να υπερισχύουν των Μακεδόνων στη μάχη, ανακάλεσε τους στρατιώτες με τη σάλπιγγα, καθώς έπεφτε κι η νύχτα. Τότε, αποφάσισε να λύσει την πολιορκία και να συνεχίσει την εκστρατεία για την Αίγυπτο, αλλά πάλι μετάνιωσε και θεώρησε ντροπή να παραχωρήσει στους Τυρίους τη δόξα της πολιορκίας και ξαναπήρε την απόφαση να συνεχίσει την πολιορκία, παρόλο που ένας μόνο από τους φίλους, ο Αμύντας του Ανδρομένους, συμφώνησε μαζί του.

46. Εξόρκισε, λοιπόν, τους Μακεδόνες να μην υστερήσουν σε ανδρεία από τον ίδιο, μετέτρεψε όλα τα πλοία σε πολεμικά κι άρχισε να χτυπάει με μανία τα τείχη από ξηρά και θάλασσα. Όταν αντιλήφθηκε ότι το τείχος ήταν ασθενέστερο προς τη μεριά των νεωρίων, έφερε κοντά τις τριήρεις συζευγμένες και πάνω τους τοποθετημένες τις ισχυρότερες πολιορκητικές μηχανές. Εδώ τόλμησε να προβεί σε μια πράξη που δεν την πίστευαν ούτ' εκείνοι που την έβλεπαν. Στήριξε γεφύρωμα από τον ξύλινο πύργο στο τείχος της πόλης και περνώντας απ' αυτό ανέβηκε μόνος του στο τείχος, χωρίς να φοβηθεί το φθόνο της τύχης ή να διστάσει μπρος στη μαχητικότητα των Τυρίων, αλλά μπρος στα μάτια των αντρών που είχαν νικήσει τους Πέρσες πρόσταξε τους Μακεδόνες να τον ακολουθήσουν, ενώ μπροστά ο ίδιος οδηγός σκότωνε όσους βγήκαν να τον αναχαιτίσουν, άλλους με το δόρυ κι άλλους με τη μάχαιρα, ενώ άλλους ανέτρεπε ακόμα και με την άκρη της ασπίδας του, σπάζοντας έτσι το ηθικό του εχθρού. Κι ενώ γίνονταν αυτά, σε άλλο σημείο της πόλης, από τα χτυπήματα του κριού γκρεμίστηκε ένα μεγάλο μέρος του τείχους. Οι εκεί Μακεδόνες εισόρμησαν από το άνοιγμα, ενώ ο Αλέξανδρος κι οι άντρες του περνούσαν στο τείχος από το γεφύρωμα, και η πόλη καταλήφθηκε. Οι Τύριοι, αποφασισμένοι να αντισταθούν μέχρι τέλους και προτρέποντας ο ένας τον άλλο, έφραξαν τα στενά της πόλης, έδωσαν την ύστατη μάχη και σκοτώθηκαν όλοι, πλην ολίγων, όντας πάνω από επτά χιλιάδες. Ο βασιλιάς εξανδραπόδισε γυναίκες και παιδιά και κρέμασε όλους τους νέους που δεν ήταν λιγότεροι από δυο χιλιάδες. Μολονότι οι περισσότεροι από τον άμαχο πληθυσμό είχαν μεταφερθεί στην Καρχηδόνα, βρέθηκαν πάνω από δεκατρείς χιλιάδες άμαχοι που αιχμαλωτίστηκαν. Οι Τύριοι, λοιπόν, που αντιμετώπισαν την πολιορκία με γενναιότητα μάλλον παρά με σύνεση, έπεσαν σε τόσες συμφορές, μετά από πολιορκία επτά μηνών. Ο βασιλιάς έβγαλε τις χρυσές αλυσίδες και τα δεσμά από τον Απόλλωνα και όρισε να ονομάζεται τούτος ο θεός στο εξής Φιλαλέξανδρος Απόλλων. Πρόσφερε μεγαλόπρεπες θυσίες στον Ηρακλή, τίμησε όσους ανδραγάθησαν και έθαψε με μεγαλοπρέπεια τους νεκρούς. Στην πόλη των Τυρίων έβαλε βασιλιά τον Βαλλώνυμο, […]