Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Η μάχη της Τύρου (Αρριανός)


Η μάχη της Τύρου όπως την κατέγραψε ο Αρριανός

7. Κατόπιν ο Αλέξανδρος ξεκινώντας από τη Μάραθο κατέλαβε τη Βύβλο, που παραδόθηκε, και τη Σιδώνα μετά από πρόσκληση των ίδιων των Σιδωνίων, που μισούσαν τους Πέρσες και το Δαρείο. Από εκεί, προχώρησε για την Τύρο.
Στο δρόμο, τον πέτυχαν πρέσβεις των Τυρίων· τους είχαν στείλει οι συμπολίτες τους που αποφάσισαν να κάνουν ό,τι πει ο Αλέξανδρος. Αυτός επαίνεσε την πόλη και τους πρέσβεις (γιατί ήταν επιφανείς Τύριοι και ανάμεσά τους ο γιος του βασιλιά των Τυρίων, Αζέμιλκου, που ακολουθούσε τη θαλάσσια πορεία του Αυτοφραδάτη) και τους διέταξε να γυρίσουν πίσω και να πουν στους συμπολίτες τους ότι θα ήθελε να επισκεφτεί την Τύρο και να θυσιάσει στον Ηρακλή.
Στην Τύρο υπάρχει το πιο παλιό ιερό του Ηρακλή που θυμούνται οι άνθρωποι, όχι όμως του Ηρακλή από το Άργος, του γιου της Αλκμήνης. Γιατί ο Ηρακλής τιμάται στην Τύρο πολλές γενιές πριν ξεκινήσει ο Κάδμος από τη Φοινίκη, χτίσει τη Θήβα και γεννήσει τη Σεμέλη, από την οποία γεννήθηκε ο γιος του Δία, ο Διόνυσος. [...] Ο Αλέξανδρος εννοούσε ότι ήθελε να θυσιάσει σ' αυτόν τον Ηρακλή, της Τύρου. Οι πρέσβεις ανακοίνωσαν αυτά στην πόλη τους· οι Τύριοι αποφάσισαν να ικανοποιήσουν όλες τις άλλες επιθυμίες του Αλέξανδρου, αλλά να μη δεχτούν ούτε κάποιο Πέρση, ούτε κάποιο Μακεδόνα στην πόλη. Τους φάνηκε ότι αυτή ήταν η καλύτερη απόφαση που θα μπορούσαν να πάρουν εκείνη τη στιγμή, που δεν είχε κριθεί ακόμα η τύχη του πολέμου. Μόλις ο Αλέξανδρος έμαθε τι είπαν οι Τύριοι, έστειλε πίσω τους πρέσβεις εξοργισμένος. Μετά κάλεσε σύσκεψη στην οποία πήραν μέρος οι σύντροφοί του, οι αρχηγοί της στρατιάς, οι αρχηγοί των ταγμάτων και οι ίλαρχοι και τους είπε τα ακόλουθα.

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

"Φίλοι και σύμμαχοι, βλέπω ότι η πορεία μας προς την Αίγυπτο δεν είναι ασφαλής, όσο οι Πέρσες επικρατούν στη θάλασσα. Ούτε είναι ασφαλές να συνεχίσουμε την καταδίωξη του Δαρείου, όσο έχουμε πίσω μας την αφερέγγυα πόλη της Τύρου και οι Πέρσες κατέχουν την Κύπρο και την Αίγυπτο. Θα έχουμε προβλήματα κυρίως στην Ελλάδα. Αν οι Πέρσες επανακτήσουν την κυριαρχία των παραλίων, ενώ εμείς θα προχωρούμε εναντίον της Βαβυλώνας και του Δαρείου, θα μεταφέρουν με μεγαλύτερες δυνάμεις τον πόλεμο στην Ελλάδα. Εκεί από τη μια η Σπάρτη μας πολεμά ανοιχτά, από την άλλη την Αθήνα την ελέγχουμε προς το παρόν περισσότερο εξαιτίας του φόβου της και λιγότερο επειδή μας συμπαθεί. Αν όμως καταστρέψουμε την Τύρο, όχι μόνο θα επικρατήσουμε σε ολόκληρη τη Φοινίκη, αλλά και το πιο σημαντικό και πιο αξιόμαχο κομμάτι του περσικού ναυτικού, το φοινικικό, θα περάσει προφανώς στα χέρια μας. Γιατί οι Φοίνικες κωπηλάτες και ναύτες δε θα ανεχτούν όσο οι πόλεις τους είναι στα χέρια μας, να διακινδυνεύουν στη θάλασσα για άλλους. Μετά από αυτά και η Κύπρος θα περάσει εύκολα στο πλευρό μας, ή επίσης εύκολα θα καταληφθεί. Αν διασχίζουμε τη θάλασσα με τα φοινικικά και τα μακεδονικά πλοία και κατέχουμε την Κύπρο, θα είμαστε σίγουροι για την εκστρατεία μας στην Αίγυπτο. Κι αν πάρουμε την Αίγυπτο, δε θα υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Θα συνεχίσουμε την εκστρατεία προς τη Βαβυλώνα με τον τόπο μας ασφαλή, με μεγαλύτερο κύρος και έχοντας αποκόψει τους Πέρσες από τη θάλασσα και από όλη την περιοχή από αυτή την πλευρά του Ευφράτη".

Με αυτά τα λόγια τους έπεισε εύκολα να επιτεθούν στην Τύρο. Επηρεάστηκε μάλιστα και από ένα θεϊκό σημάδι· την ίδια εκείνη νύχτα, είδε όνειρο πως πλησίασε τα τείχη της Τύρου και ο ίδιος ο Ηρακλής τον δέχτηκε και τον οδήγησε στην πόλη. Ο Αρίστανδρος το εξήγησε λέγοντας ότι η Τύρος θα καταληφθεί με κόπο, γιατί και οι άθλοι του Ηρακλή με κόπο έγιναν. Φαινόταν πράγματι δύσκολη υπόθεση η πολιορκία της Τύρου. Η πόλη βρισκόταν πάνω σε νησί και κλεινόταν απ' όλες τις πλευρές με ψηλά τείχη.

Οι Τύριοι φαίνονταν να πλεονεκτούν στη θάλασσα, γιατί οι Πέρσες ήταν ακόμη τότε θαλασσοκράτορες και οι ίδιοι είχαν πολλά πλοία. Όταν όμως επικράτησε η γνώμη του Αλέξανδρου, αποφάσισε να κλείσει με χώμα τη θάλασσα φτιάχνοντας ένα πέρασμα από τη στεριά στην πόλη. Το πέρασμα ήταν ένας ελώδης πορθμός. Από τη μεριά της στεριάς τα νερά ήταν ρηχά και αμμουδερά. Από την πλευρά του νησιού βρισκόταν το βαθύτερο σημείο, γύρω στις τρεις οργιές. Υπήρχαν όμως άφθονες πέτρες και ξύλα που τα τοποθέτησαν πάνω στις πέτρες. Έφτιαξαν εύκολα ράβδους από πηλό και τις χρησιμοποίησαν ως συνδέσμους, για να στερεώσουν τα ξύλα. Οι Μακεδόνες δούλευαν με πολλή προθυμία. Το ίδιο και ο Αλέξανδρος που βρισκόταν εκεί, έδινε ο ίδιος για το κάθε τι οδηγίες, τους ενέπνεε με τα λόγια του και ενθάρρυνε με δωρεές αυτούς που δούλευαν ξεπερνώντας τις δυνάμεις τους. Όσο η πρόσχωση βρισκόταν κοντά στη στεριά, το έργο προχωρούσε εύκολα, γιατί τα νερά ήταν ρηχά και δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο. Όταν όμως πλησίασαν στα βαθιά (και, βέβαια, πιο κοντά στην πόλη) βάλλονταν από τα τείχη και είχαν απώλειες· εξάλλου, δεν είχαν προετοιμαστεί για να πολεμήσουν, αλλά για να δουλέψουν. Μετά, οι Τύριοι έπλεαν με τις τριήρεις τους γύρω από την πρόσχωση (ήταν πολύ δυνατοί στη θάλασσα) και έκαναν αδύνατο το χτίσιμο για τους Μακεδόνες. Αυτοί πάλι, έστησαν δύο πύργους στην άκρη του μόλου, που είχε ήδη προχωρήσει αρκετά μέσα στη θάλασσα και τοποθέτησαν εκεί πολιορκητικές μηχανές. Έβαλαν μπροστά τους δερμάτινα παραπετάσματα, για να προστατέψουν τους πύργους από τα πυρφόρα βέλη που έρχονταν από το τείχος, αλλά και τους εργαζόμενους από τις βολές. Συγχρόνως, όσοι Τύριοι προσπαθούσαν να χτυπήσουν αυτούς που έκαναν την πρόσχωση από τη θάλασσα, θα βάλλονταν από τους πύργους και θα αποκρούονταν εύκολα.

71. Οι Τύριοι, για να απαντήσουν σ’ αυτό, σκαρφίστηκαν τα ακόλουθα· γέμισαν ένα πλοίο που μετέφερε άλογα με ξερά κλήματα και άλλα εύφλεκτα ξύλα. Έμπηξαν στην πλώρη του δυο κοντάρια και το περιφράξανε κυκλικά, σε όσο μεγαλύτερο μήκος μπορούσαν, ώστε να έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει μεγάλο αριθμό από δάδες. Τέλος, γέμισαν με πίσσα, θειάφι και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη πυρκαγιά. Τοποθέτησαν και στα δύο κοντάρια διπλή κεραία και κρέμασαν εκεί καζάνια γεμάτα με υλικά που θα έκαναν τη φωτιά να φουντώσει, αν χύνονταν ή πετάγονταν επάνω της. Έβαλαν σαβούρα στην πρύμνη, ώστε να πιεστεί και να σηκωθεί ψηλά η πλώρη. Περίμεναν να φυσήξει άνεμος προς το μόλο και με συνοδεία τριήρων, έριξαν το πλοίο στο νερό. Μόλις πλησίασαν την πρόσχωση και τους πύργους, έβαλαν φωτιά στα ξύλα, τράβηξαν το πλοίο με τις τριήρεις όσο πιο δυνατά μπορούσαν και το κόλλησαν στην άκρη της πρόσχωσης. Το πλήρωμα του καραβιού, που ήδη καιγόταν, έπεσε χωρίς προβλήματα στη θάλασσα. Οι πύργοι πήραν φωτιά, οι κεραίες έσπασαν και όλα τα εύφλεκτα υλικά χύθηκαν. Τα πληρώματα των τριήρων πήραν θέση κοντά στο μόλο και έριχναν με τα τόξα στους πύργους, για να εμποδίσουν όποιον πλησίαζε να σβήσει τη φωτιά. Και ενώ ήδη οι πύργοι καίγονταν, πολλοί από την πόλη έκαναν έξοδο, μπήκαν σε βαρκάκια, πλησίασαν απ’ όλες τις πλευρές την πρόσχωση, κατέστρεψαν εύκολα το χαράκωμα που την προστάτευε και έκαψαν όλες τις πολιορκητικές μηχανές που δεν είχαν πάρει φωτιά από το πυρπολικό πλοίο. Ο Αλέξανδρος όμως διέταξε να διαπλατυνθεί η πρόσχωση από τη μεριά της στεριάς, για να χωρούν περισσότεροι πύργοι και να κατασκευάσουν οι μηχανοποιοί του άλλες πολιορκητικές μηχανές. Ενώ γίνονταν αυτές οι προετοιμασίες ο Αλέξανδρος πήρε τους υπασπιστές και τους Αγριάνες και πήγε στη Σιδώνα, για να συγκεντρώσει τις τριήρεις που είχε ήδη εκεί. Έκρινε πως η πολιορκία θα ήταν δυσκολότερη, όσο οι Τύριοι επικρατούσαν στη Θάλασσα.

Στο μεταξύ, ο Γηρόστρατος, ο βασιλιάς της Αράδου, και ο Ένυλος, ο βασιλιάς της Βύβλου, έμαθαν ότι οι πόλεις τους έχουν καταληφθεί από τον Αλέξανδρο· εγκατέλειψαν λοιπόν τον Αυτοφραδάτη και τα πλοία του και ένωσαν τη ναυτική τους δύναμη με τον στόλο του Αλέξανδρου· τους ακολούθησαν και οι τριήρεις των Σιδωνίων Έτσι, γύρω στα ογδόντα φοινικικά πλοία πέρασαν με το μέρος του Αλέξανδρου. Τις ίδιες μέρες έφτασαν από τη Ρόδο εννέα τριήρεις, μαζί με το πλοίο που ονομαζόταν Περίπολος, τρεις από τους Σόλους και το Μαλλό, δέκα από τη Λυκία και μια πεντηκόντορος από τη Μακεδονία, με καπετάνιο τον Πρωτέα, τον γιο του Ανδρόνικου. Λίγο αργότερα έφτασαν στη Σιδώνα και οι βασιλείς της Κύπρου, με εκατόν είκοσι πλοία περίπου· γιατί φοβήθηκαν επειδή έμαθαν την ήττα στην Ισσό και την κατάληψη όλης της Φοινίκης από τον Αλέξανδρο. Όλους αυτούς ο Αλέξανδρος τους συγχώρεσε για την προηγούμενη στάση τους. Φαινόταν ότι περισσότερο εξαναγκάστηκαν παρά συμφώνησαν να ενταχθούν στο περσικό ναυτικό.

Όλο αυτό το διάστημα οι μηχανές συναρμολογούνταν και τα καράβια ετοιμάζονταν για νηοπομπή και ναυμαχία Ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε μερικές ίλες ιππικού, τους υπασπιστές, τους τοξότες και τους Αγριάνες και κατευθύνθηκε προς την Αραβία και το βουνό, που ονομάζεται Αντιλίβανο. Ανάγκασε τις φυλές που κατοικούσαν εκεί να συνθηκολογήσουν μαζί του με τη βία, ή επιβάλλοντας όρους. Μέσα σε δέκα μέρες ξαναγύρισε στη Σιδώνα και βρήκε εκεί τον Κλέανδρο, τον γιο του Πολεμοκράτη, που είχε έρθει από την Πελοπόννησο, με τέσσερις χιλιάδες περίπου Έλληνες μισθοφόρους.

Μόλις συγκεντρώθηκε ο στόλος, ο Αλέξανδρος επιβίβασε στα πλοία όσους υπασπιστές φαίνονταν ικανοί γι’ αυτό το έργο, για την περίπτωση δηλαδή που η σύγκρουση θα εξελισσόταν σε μάχη σώμα με σώμα και όχι σε απόπειρα διάσπασης της παράταξης των πλοίων, και απέπλευσε από τη Σιδώνα εναντίον της Τύρου με τα πλοία παραταγμένα. Ο ίδιος βρισκόταν στη δεξιά παράταξη, που έβλεπε προς την ανοιχτή θάλασσα και είχε μαζί του τους βασιλείς των Κυπρίων και όλους τους Φοίνικες, εκτός από τον Πνυταγόρα. Αυτός, μαζί με τον Κρατερό, διοικούσαν ολόκληρη την αριστερή παράταξη. Οι Τύριοι εν τω μεταξύ είχαν αποφασίσει από πριν να ναυμαχήσουν, αν ο Αλέξανδρος τους επιτεθεί από τη θάλασσα. Δεν είχαν μάθει ακόμη ότι ο Αλέξανδρος είχε πάρει με το μέρος του τα κυπριακά και όλα τα φοινικικά πλοία. Τα πλοία του Αλέξανδρου τώρα, λίγο πριν πλησιάσουν την πόλη κι ενώ βρίσκονταν ακόμη μεσοπέλαγα, πήραν τέτοια θέση, ώστε να προκαλέσουν τους Τύριους σε ναυμαχία και, χωρίς να ξαναμπούν στην κανονική τους σειρά, προχωρούσαν χτυπώντας δυνατά τα κουπιά στα κύματα. Μόλις λοιπόν οι Τύριοι είδαν το απρόσμενα μεγάλο πλήθος των καραβιών και την παράταξή τους, αποφάσισαν τελικά να μη ναυμαχήσουν. Χρησιμοποίησαν όσες από τις τριήρεις τους χωρούσαν στο στόμιο των λιμανιών τους, για να τα φράξουν και να μην μπορέσει ο εχθρικός στόλος να προσορμιστεί σε κανένα από αυτά.

Όταν ο Αλέξανδρος είδε ότι οι Τύριοι δεν πολεμούν, έπλευσε εναντίον της πόλης. Αποφάσισε να μην προσπαθήσει να μπει στο λιμάνι, που βρισκόταν προς το μέρος της Σιδώνας, γιατί το στόμιο ήταν στενό και η είσοδος φραγμένη από πολλές τριήρεις με την πλώρη προς τα έξω. Οι Φοίνικες εμβόλισαν στην πλώρη τρία καράβια από αυτά που βρίσκονταν έξω και τα βύθισαν. Τα πληρώματα κολύμπησαν εύκολα μέχρι τη φιλική στεριά. Τότε, τα πλοία του Αλέξανδρου άραξαν στην παραλία, κοντά στην τεχνητή πρόσχωση, όπου το μέρος έδειχνε απάνεμο. Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κύπριο ναύαρχο Ανδρόμαχο να επιτεθεί με τα καράβια του στην πόλη από το λιμάνι που βρισκόταν προς το μέρος της Σιδώνας. Διέταξε επίσης τους Φοίνικες να επιτεθούν προς το λιμάνι που βρισκόταν από την άλλη πλευρά της πρόσχωσης, προς την Αίγυπτο, όπου βρισκόταν και η σκηνή του.

Καθώς ο Αλέξανδρος είχε συγκεντρώσει πολλούς μηχανοποιούς από τη Φοινίκη και την Κύπρο, ήταν έτοιμες πολλές μηχανές. Άλλες βρίσκονταν πάνω στο μόλο και άλλες στα καράβια που μετέφεραν το ιππικό. Άλλες τις είχε φέρει μαζί του από τη Σιδώνα και άλλες βρίσκονταν στα πιο αργοτάξιδα πλοία. Μόλις ετοιμάστηκαν τα πάντα, κατέβασαν τις μηχανές από την τεχνητή πρόσχωση. Εκείνες που βρίσκονταν πάνω σε πλοία αραγμένα σε διαφορετικά σημεία του τείχους, στράφηκαν να το χτυπήσουν.

Οι Τύριοι έστησαν πύργους στις επάλξεις που βρίσκονταν προς το μόλο, για να αμύνονται από κει. Σ’ όποιο άλλο σημείο πλησίαζαν οι μηχανές αμύνονταν με τοξεύματα και πυρφόρα βέλη, ώστε οι Μακεδόνες να φοβηθούν να πλησιάσουν το τείχος. Τα τείχη της Τύρου ήταν φτιαγμένα με μεγάλες πέτρες συγκολλημένες με γύψο. Στο σημείο που βρισκόταν ο μόλος, είχαν ύψος γύρω στα εκατόν πενήντα πόδια και ανάλογο πλάτος. Τα ιππαγωγά πλοία και οι τριήρεις των Μακεδόνων που έφερναν τις μηχανές κοντά στο τείχος δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την πόλη σ’ αυτό το σημείο. Τους εμπόδιζαν να έρθουν κοντά, ρίχνοντας στη θάλασσα μεγάλες πέτρες από τα τείχη. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να βγάλει τις πέτρες από τη θάλασσα· δύσκολη επιχείρηση, γιατί γινόταν από τα καράβια και όχι από στέρεο έδαφος. Εξάλλου, οι Τύριοι προστάτευαν τα πλοία τους, έκοβαν τα σκοινιά των αγκύρων των ελληνικών πλοίων και έκαναν αδύνατη την προσόρμισή τους. Ο Αλέξανδρος προστάτεψε με τον ίδιο τρόπο πολλές τριακοντόρους  τοποθετώντας τις λοξά, μπροστά από τις άγκυρες, ώστε να αποκρούεται η επίθεση των εχθρικών πλοίων. Αλλά και έτσι έκοβαν τα σκοινιά δύτες. Τότε, οι Μακεδόνες χρησιμοποίησαν αλυσίδες, αντί για σκοινιά στις άγκυρες και τις χαμήλωσαν τόσο, ώστε να μην μπορούν να κάνουν πια τίποτα οι κολυμβητές. Έριξαν θηλιές από το μόλο και τράβηξαν τις πέτρες από τη θάλασσα· με τις μηχανές τις έριξαν στα βαθιά νερά απ’ όπου δεν μπορούσαν πια να τους βλάψουν. Εκεί που το τείχος είχε αδειάσει από τους υπερασπιστές του, ήδη πλησίαζαν τα καράβια.

72. Οι Τύριοι, πιεσμένοι από παντού, αποφάσισαν να επιτεθούν με τα πλοία στα κυπριακά καράβια, που έκλειναν το λιμάνι προς την πλευρά της Σιδώνας. Από πολύ πριν είχαν κρύψει με κατάρτια το στόμιο του λιμανιού, για να μη φαίνεται η επάνδρωση των τριήρων. Κατά το μεσημέρι, που οι ναύτες είχαν σκορπίσει για ανεφοδιασμό και ο Αλέξανδρος είχε αφήσει το στόλο στην άλλη πλευρά της πόλης για να πάει στη σκηνή του, επάνδρωσαν τρεις πεντήρεις (με πέντε σειρές κουπιά), άλλες τόσες τετρήρεις (με τέσσερις σειρές κουπιά) και επτά τριήρεις με τα πιο έξυπνα, τα πιο αξιόμαχα και τα πιο θαρραλέα στις ναυμαχίες πληρώματά τους. Στην αρχή, ξεκίνησαν αθόρυβα, το ένα πλοίο πίσω από το άλλο, κωπηλατώντας χωρίς παραγγέλματα. Μόλις στράφηκαν προς τους Κυπρίους και έφτασαν σε απόσταση τέτοια, ώστε να είναι ορατά, επιτέθηκαν κραυγάζοντας, διατάζοντας ο ένας τον άλλο και κωπηλατώντας με θόρυβο.

Εκείνη την ημέρα έτυχε ο Αλέξανδρος, αφού πήγε στη σκηνή του, να μην παραμείνει εκεί για λίγο, όπως συνήθιζε, αλλά ξαναγύρισε στα πλοία. Οι Τύριοι όμως επιτέθηκαν ξαφνικά πάνω στα αραγμένα πλοία· μερικά τα βρήκαν εντελώς άδεια, άλλα πρόχειρα επανδρωμένα μέσα στη φασαρία και την επίθεση. Εμβόλισαν την πεντήρη του βασιλιά Πνυταγόρα και τη βύθισαν αμέσως. Κι ακόμη, βύθισαν τις πεντήρεις του Ανδροκλή, του γιου του Αμαθουσίου και του Πασικράτη, του γιου του Κουριέα.

Μόλις ο Αλέξανδρος έμαθε την επίθεση των Τυριακών τριήρων, διέταξε να επανδρωθούν τα περισσότερα πλοία του και να πάρουν αμέσως θέση στο στόμιο του λιμανιού, για να μη βγουν έξω κι άλλα πλοία των Τυρίων. Ο ίδιος, με τις πεντήρεις που βρίσκονταν μαζί του και πέντε περίπου τριήρεις (αυτές που επανδρώθηκαν γρηγορότερα) περιέπλευσε την πόλη και έφτασε στα πλοία των Τυρίων που είχαν βγει έξω. Αυτοί που βρίσκονταν πάνω στο τείχος παρατήρησαν την επίθεση των εχθρών, είδαν και τον ίδιο τον Αλέξανδρο πάνω στα καράβια και διέταξαν με κραυγές τα δικά τους καράβια να γυρίσουν πίσω. Δεν ακούγονταν, γιατί οι δικοί τους ήταν απασχολημένοι με την επίθεση κι έτσι τους καλούσαν με πολλά και διάφορα σινιάλα. Πολύ αργά όμως πήραν είδηση την επίθεση του Αλέξανδρου. Τότε, έκαναν μεταβολή και κατέφυγαν στο λιμάνι. Λίγα καράβια γλίτωσαν· τα περισσότερα εμβολίστηκαν από τα πλοία του Αλέξανδρου· μερικά από αυτά καταστράφηκαν και πιάστηκαν μια πεντήρης και μια τετρήρης στο στόμιο του λιμανιού. Δε σκοτώθηκαν πολλοί από τα πληρώματα, γιατί, μόλις κατάλαβαν ότι τα πλοία τους πιάστηκαν, έπεσαν στο νερό και βγήκαν εύκολα στο λιμάνι κολυμπώντας. Τα πλοία δεν ωφέλησαν καθόλου τους Τύριους. Οι Μακεδόνες λοιπόν πλησίασαν τις μηχανές στο τείχος τους. Όσες πλησίαζαν από την πρόσχωση δεν κατάφερναν τίποτε αξιόλογο, γιατί το τείχος εκεί ήταν ισχυρό. Άλλες μηχανές τις έφεραν με τα μηχανοφόρα πλοία, στο τμήμα της πόλης που έβλεπε προς τη Σιδώνα. Ούτε κι εκεί όμως έκαναν τίποτα. Έτσι, ο Αλέξανδρος στράφηκε νότια, στο τμήμα του τείχους που αντίκριζε την Αίγυπτο και εξέτασε κάθε σημείο του οικοδομήματος. Σ’ εκείνο το σημείο, το τείχος κλονίστηκε γερά για πρώτη φορά. Γκρεμίστηκε μάλιστα ένα κομμάτι του. Σε λίγο, ο Αλέξανδρος προσάρμοσε γέφυρες και προσπάθησε να εισβάλει από το γκρεμισμένο τμήμα του τείχους. Οι Τύριοι όμως, απέκρουσαν εύκολα τους Μακεδόνες.

Ο Αλέξανδρος περίμενε δυο μέρες να πέσει ο άνεμος. Την τρίτη ημέρα, παρακίνησε τους αρχηγούς των ταγμάτων σε δράση και επιτέθηκε στην πόλη με τις μηχανές που βρίσκονταν πάνω στα πλοία. Στην αρχή, κλόνισε ένα μεγάλο κομμάτι του τείχους· μόλις φάνηκε το πλάτος του ρήγματος, διέταξε τα μηχανοφόρα πλοία να γυρίσουν πίσω. Ήρθαν άλλα δύο φέρνοντας τις γέφυρες, που είχε σκοπό να προσαρμόσει στο ρήγμα. Το ένα πλοίο επανδρώθηκε με τους υπασπιστές και είχε καπετάνιο τον Άδμητο, το άλλο με το τάγμα του Κοίνου, που επονομαζόταν «πεζέταιροι». Ο Αλέξανδρος ήθελε να σκαρφαλώσει ίδιος στο τείχος μαζί με τους υπασπιστές του, όπου ήταν πρακτικά δυνατό. Διέταξε μερικές τριήρεις να επιτεθούν και στα δύο λιμάνια, για να κατορθώσουν να μπουν, όσο οι Τύριοι θα ήταν απασχολημένοι με τον ίδιο. Διέταξε ακόμη τις τριήρεις, που μετέφεραν τοξότες η βέλη που ρίχνονταν από μηχανές, να περιπλεύσουν το τείχος, να ρίχνουν άγκυρα, όπου ήταν δυνατό και να παραμένουν σε απόσταση βολής, όπου δεν είναι δυνατόν να προσαράξουν. Έτσι, οι Τύριοι Θα βάλλονταν από παντού και δεν Θα ήξεραν πού να στραφούν.

Μόλις τα πλοία του Αλέξανδρου πλησίασαν στην πόλη, έριξε τις γέφυρες στο τείχος και οι υπασπιστές άρχισαν να ανεβαίνουν με παλικαριά. Ο Άδμητος έδειξε τότε μεγάλη ανδρεία. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Αλέξανδρος τους συντρόφευε, συμμετέχοντας ενεργά στην επιχείρηση και παρατηρώντας τους άλλους, για να δει κάποιο λαμπρό και παράτολμο κατόρθωμα. Το πρώτο τμήμα του τείχους που καταλήφθηκε ήταν εκεί που πολεμούσε ο Αλέξανδρος. Οι Τύριοι αποκρούστηκαν εύκολα σ’ αυτό το σημείο, γιατί για πρώτη φορά οι Μακεδόνες βρήκαν σίγουρη και λιγότερο απότομη πρόσβαση. Ο Άδμητος σκαρφάλωσε πρώτος στο τείχος και κάλεσε τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Εκεί όμως χτυπήθηκε από λόγχη και σκοτώθηκε. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε και κατέλαβε τείχος με τους εταίρους. Πήρε στην κατοχή του μερικούς πύργους και μεταπύργια και κινήθηκε, μέσω των επάλξεων, προς το παλάτι· του φαινόταν ότι από κει ήταν ο πιο εύκολος δρόμος για να κατεβεί στην πόλη.

73. Οι Φοίνικες έτρεξαν προς το λιμάνι που έβλεπε στην Αίγυπτο (όπου κατά τύχη είχαν τη βάση τους), έσπασαν τα κλείθρα και κατέστρεψαν τα πλοία των Τυρίων στο λιμάνι χτυπώντας μερικά με λίθους από τους καταπέλτες και σπρώχνοντας άλλα στη στεριά. Οι Κύπριοι μπήκαν στο άλλο λιμάνι, που έβλεπε προς τη Σιδώνα και που δεν είχε κλείθρο και κατέλαβαν αμέσως εκείνο το τμήμα της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των Τυρίων εγκατέλειψε το τείχος, μόλις είδε ότι κυριεύτηκε. Συγκεντρώθηκαν όμως στο λεγόμενο Αγηνόριο και γύρισαν να αντισταθούν στους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος προχώρησε εναντίον τους με τους υπασπιστές του, σκότωσε μερικούς απ αυτούς που πολεμούσαν εκεί και καταδίωξε τους φυγάδες. Έγινε μεγάλη σφαγή· όσοι έρχονταν από το λιμάνι είχαν ήδη καταλάβει την πόλη και το τάγμα του Κοίνου είχε μπει κιόλας μέσα. Οι Μακεδόνες ορμούσαν παντού αγανακτισμένοι· είχαν οργιστεί με την καθυστέρηση της πολιορκίας και, πέρα απ’ αυτό, οι Τύριοι είχαν πιάσει μερικούς δικούς τους, τους ανέβασαν στο τείχος, σε σημείο απ όπου μπορούσαν να τους δουν από το στρατόπεδο, τους έσφαξαν και τους πέταξαν στη θάλασσα.

Σκοτώθηκαν οκτώ χιλιάδες περίπου Τύριοι. Από τους Μακεδόνες τώρα, στην επίθεση εναντίον του τείχους, σκοτώθηκε ο Άδμητος, ο πρώτος που το πάτησε, φανερώνοντας την ανδρεία του και μαζί του είκοσι υπασπιστές. Σ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκαν περίπου τετρακόσιοι Μακεδόνες. Εν τω μεταξύ, κάποιοι είχαν καταφύγει στο ιερό του Ηρακλή. Ανάμεσά τους βρίσκονταν οι άρχοντες των Τυρίων ο ίδιος ο βασιλιάς Αζέμιλκος και μερικοί Καρχηδόνιοι απεσταλμένοι, που κατά το παλιό έθιμο, έφτασαν στη μητρόπολη, για να αποδώσουν τιμές στον Ηρακλή. Αυτούς, ο Αλέξανδρος τους άφησε ελεύθερους. Εξανδραπόδισε όμως τους υπόλοιπους· τριάντα χιλιάδες περίπου Τύριοι και ξένοι που βρίσκονταν στην πόλη πουλήθηκαν ως δούλοι.

Κατόπιν, ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Ηρακλή και διοργάνωσε αθλητικούς αγώνες και λαμπαδηδρομία στο ιερό. Τέλος, ο Αλέξανδρος αφιέρωσε στο ναό τη μηχανή με την οποία γκρέμισε το τείχος και το ιερό πλοίο του Ηρακλή που έπιασε κατά τη ναυτική επίθεση. Επάνω του, χάραξε επίγραμμα δικό του ή κάποιου άλλου, αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο. Γι’ αυτόν το λόγο κι εγώ δεν έκρινα σκόπιμο να το αναγράψω. Έτσι λοιπόν, καταλήφθηκε η Τύρος, το μήνα Εκατομβαιώνα, όταν στην Αθήνα ήταν επώνυμος άρχων ο Νικήτας.