Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (Αισχύλος)


H Ναυμαχία της Σαλαμίνας όπως την κατέγραψε ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι»

Ατ. … θέλω να μάθω σε ποιο τόπο τάχα
της γης λένε πως βρίσκεται η Αθήνα…
Χο. Μακριά στη Δύση, εκεί που γέρνει ο ήλιος.
Ατ. Και τόσο επόθησε την πόλη ετούτη ο γιος μου;
Χο. Γιατί έτσι θα εξουσίαζε την Ελλάδα.

Ατ. Στράτευμα πλήθος έχουνε κι εκείνοι;
Χο. Τέτοιο, που σώριασε πολλά δεινά στους Μήδους.
Ατ. Και τι άλλο; Βιος στα σπίτια τους περίσσιο;
Χο. Στη γη μια φλέβα ασήμι ο θησαυρός τους.
Ατ. Πώς πολεμούν; Βαστώντας τόξα;
Χο. Όχι, μ' ασπίδες και κοντάρια αρματωμένοι.
Ατ. Ποιος ο αρχηγός που διαφεντεύει το στρατό τους;
Χο. Δεν είναι δούλοι μήδε υπήκοοι σε κανέναν.
Ατ. Και στους εχθρούς τους πώς θ' αντισταθούνε;
Χο. Όπως το άξιο του Δαρείου χάλασαν πλήθος.
Ατ. Πικρά όσα λες για τους γονιούς αυτών που φύγαν.
Χο. Όμως θαρρώ πως όλη την αλήθεια γοργά θα μάθεις.
Γιατί δείχνει Πέρσης αυτός που τρέχει κατά δω, θα φέρνει
ξεκάθαρο, καλό ή κακό, μαντάτο.
 (Μπαίνει ο αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ω! πολιτείες όλης της Ασίας,
ω! χώρα περσική, λιμάνι τόσου πλούτου,
πώς μ' ένα χτύπημα μονάχα πάει
κατά χαμού η τρανή μας ευτυχία
και των Περσών συντρίμμια εχάθη τ' άνθος.
Άαχ! είναι κακό να φέρνει
πρώτος κανείς τα νέα της συμφοράς·
όμως, ανάγκη, Πέρσες, να ιστορήσω
καταλεπτώς τι πάθαμε· όλος πάει,
χάθηκεν ο στρατός μας εκεί κάτω.
Χο. Ώο! μαύρα τα δεινά μας, μαύρα,
βαριά κι ανήκουστα.
Θρηνολογήστε, Πέρσες,
τέτοιο πένθος γρικώντας.
Αγ. Ναι, γιατί εκεί τέλειωσαν όλα· ο ίδιος
ανέλπιστα του γυρισμού βλέπω τη μέρα.

Γι' αυτό λοιπόν εδόθηκε
μακρόχρονη ζωή σ' εμένα
το γέρο, για ν' ακούσω
τέτοιο αναπάντεχο κακό;
Αγ. Ήμουν μπροστά, δεν τ' άκουσα απ' τους άλλους·
έτσι μπορώ να πω τι συμφορές μας βρήκαν.

Χο. Ωο! απ' όλη την Ασία
φύγαν ανώφελα, ένα τόσο
σύσμιχτο πλήθος τοξοφόροι,
στην εχθρική να φτάσουν
γης της Ελλάδας.
Αγ. Της Σαλαμίνας οι ακτές κι οι γύρω τόποι
έχουν γεμίσει με νεκρούς φριχτά χαμένους.
Χο. Άαχ! μου λες για των δικών μας
τα θαλασσόδαρτα κορμιά,
που άψυχα στους φαρδιούς χιτώνες τώρα
το κύμα τα βυθάει και πάλι
τα σέρνει πάνω στον αφρό ολοένα.
Αγ. Ήταν ανήμπορα τα τόξα κι ο στρατός μας
απ' τις χτυπιές των καραβιών εχάθη.
Χο. Κλάψε με πικρολάλητη
γοερή φωνή τους δύστυχους
που τους γυρίσαν οι θεοί
τα πάντα στο κακό
κι εχάθηκε ο στρατός.
Αγ. Ω! πολυμίσητο όνομα της Σαλαμίνας
πόσο στενάζω σα θυμάμαι την Αθήνα.
Χο. Αθήνα, μισητή σ' εμάς τους δύστυχους,
πώς είναι βολετό να λησμονήσω
που άδικα τόσες Περσίδες
ορφανεμένες άφησες από παιδιά κι απ' άντρες.

Ατ. Ώρα στέκω βουβή η δυστυχισμένη
κι από τις συμφορές τα 'χω χαμένα
γιατί έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο
το κακό τούτο, που μήτε να σωπάσω
τολμώ, μηδέ και να ρωτήσω πόσο να 'ταν.
 Όμως ανάγκη να βαστάζουν οι άνθρωποι
τα βάσανα, όταν οι θεοί τα στέλνουν·
κάμε καρδιά λοιπόν, όσο αν στενάζεις
πικρά που αναθυμάσαι τέτοια πάθη,
κι όλη τη συμφορά ανιστόρησε μας·
λέγε μας ποιος εσώθηκε, για ποιόνε
πένθος θα βάλουμε απ' τους αρχηγούς μας
που είχε ταχθεί το σκήπτρο να κρατάει
και τώρα με τον άθλιο θάνατό του
έρμους τους άντρες κι ορφανούς αφήνει;
Αγ. Ο ίδιος ο Ξέρξης ζει, βλέπει τον ήλιο.
Ατ. Μεγάλο για τα σπίτια μου είπες φως
κι ημέρα λαμπερή από μαύρη νύχτα.
(Ο αγγελιαφόρος απαριθμεί τους
νεκρούς αρχηγούς των Περσών)
Ατ. Ώο! τέτοιες συμφορές τρανές που ακούω,
ντρόπιασμα των Περσών, θρήνος και βόγγος.
Μα ξαναγύρνα στην αρχή και πες μου·
σαν πόσο πλήθος να 'ταν τα καράβια
τα ελληνικά που τόλμησαν αντίκρυ
στον περσικό το στόλο να σταθούνε
κι απάνω του να μπήξουν τα έμβολα τους;
Αγ. Αν ήταν μοναχά το πλήθος,
τότε να ξέρεις πως θα παίρναμε τη νίκη·
γιατί όλα κι όλα οι Έλληνες τρακόσα
είχαν καράβια κι εκτός τούτα ακόμη
δέκα που ξεχώριζαν· απ' την άλλη
ο Ξέρξης οδηγούσε μια χιλιάδα
καλά το ξέρω αυτό κι άλλα διακόσα εφτά
στη γρηγοράδα ασύγκριτα· ήταν τέτοια
λοιπόν η αναλογία. Μη θαρρείς τάχα
πως από τούτο χάσαμε τη μάχη;
Όχι, μα έτσι κάποιος το στρατό μας
δαίμονας ρήμαξε, από το 'να μέρος
τη ζυγαριά βαραίνοντας μ' ανόμοια τύχη.
Θεοί την πόλη σώζουν της Παλλάδας.
Ατ. Κι άπαρτη στέκ' η Αθήνα ως τώρα;
Αγ. Άντρες σαν έχει, σίγουρο είναι κάστρο.
Ατ. Λέγε πώς έγιν' η αρχή της ναυμαχίας;
Πρώτοι ρίχτηκαν οι Έλληνες ή ο γιος μου
περήφανος για τα καλά καράβια;

Αγ. Βασίλισσα, η αιτία για το χαμό μας
επίβουλο, κακό ήταν πνεύμα ή κάποιος
δαίμονας οργισμένος, που άξαφνα έτσι,
κανείς δεν ξέρει πώς, εφανερώθη.
Γιατί από το στρατό των Αθηναίων
ήρθε ένας Έλληνας στο γιο σου Ξέρξη
και του είπε τούτα: « Όταν απλώσει
στη γη της μαύρης νύχτας το σκοτάδι,
οι Έλληνες άλλο δε θα μέναν, μα πηδώντας
στων καραβιών τους πάγκους, θα πασχίζαν
από παντού ο καθένας με φευγάλα
κρυφή να σώσει τη ζωή του». Εκείνος
σαν τ' άκουσε και δίχως καν να νιώσει
το φθόνο των θεών ουδέ το δόλο
του Έλληνα, προστάζει τους ναυάρχους:
«Άμα του ήλιου πάψουν οι αχτίδες
το χώμα να φλογίζουν και γεμίσει
σκοτάδι τον αιθέρα, όλο το πλήθος
των καραβιών σε τρεις σειρές να τάξουν
και να φυλάγουν τα περάσματα, τους κάβους
και τα πολύβουα στενά και μ' άλλα πλοία
του Αίαντα το νησί να κυκλοζώσουν.
Γιατί αν τον κακό θάνατο ξεφεύγαν
οι Έλληνες και βρίσκαν κρυφό δρόμο,
τότε θα χάναν όλοι τη ζωή τους».
Αυτά τους πρόσταξε χαρά γεμάτος,
γιατί δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.
Κι εκείνοι, όλοι με τάξη και με γνώμη
πειθαρχημένη, ετοίμαζαν το δείπνο
και τα κουπιά περνούσε κάθε ναύτης
στους δυνατούς σκαρμούς. Κι όταν το φέγγος
του ήλιου εχάθη κι έπεφτεν η νύχτα,
πήγαινε στο καράβι του καθένας
πολεμιστής και κάθε λαμνοκόπος·
κι η μια γραμμή των πλοίων την άλλη
παρακινώντας, άρχισαν να πλέουν
με τη σειρά που 'χε καθένας πάρει.
Ολονυχτίς στη θάλασσα αρμενίζαν
οι κυβερνήτες ξάγρυπνους κρατώντας
τους ναύτες. Μα η νύχτα προχωρεί
και πουθενά ο ελληνικός στόλος ν' ανοίξει
δρόμο κρυφό δε δοκιμάζει. Κι όταν
φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα
με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο,
τότες από το μέρος των Ελλήνων
πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος
χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει,
που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν
τα βράχια του νησιού και τους βαρβάρους
φόβος τους έπιασ' όλους, όταν είδαν
πως γελαστήκαν· τι δεν ήταν για φευγάλα
που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα
σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν
μ' αντρειωμένη την καρδιά και τη γραμμή τους
της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε.
Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμά τους
μ' ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε
το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρινά μας
γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν
σε καλοσύνταχτη σειρά το δεξί κέρας,
ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος
και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε:
Ὦ παῖδες Ἑλληνων, ἴτε
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
«Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, λευτερώστε
πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των θεών
τα ιερά, τους τάφους των προγόνων, τώρα
θα πολεμήσετε για όλα». Κι από μας όμως
στη γλώσσα των Περσών αποκρινόταν
αντίλαλη βοή και πια καθόλου
δε χάνουμε καιρό. Χτυπούν αμέσως
τις χάλκινες αρματωσιές τους το 'να
στ' άλλο σκαρί, ένα των Ελλήνων
καράβι άρχισε πρώτο και την πρύμνα,
πλευρά και κουπαστές, σύντριψε ακέρια
κάποιου φοινικικού· τότε τις πλώρες
ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή,
του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε
γερά· μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος
των καραβιών στο στενό μέσα, τρόπος
δεν ήταν να συντρέξει το 'να τ' άλλο,
κι οι χάλκινες συγκρούονταν πλώρες,
σπάζανε τα κουπιά τους, ενώ γύρω
τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη
και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν
κι ανάστροφα γύρναγαν τα σκαριά μας,
ώσπου σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις
τη θάλασσα γεμάτη απ' τα ναυάγια
και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρα
οι ακρογιαλιές μυρμήγκιαζαν κι οι ξέρες
από κουφάρια. Τότες όσα ακόμη
καράβια είχανε μείνει δίχως τάξη
ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας
γοργά. Κι αυτοί σα να 'τανε για τόννους
ή ψάρια μες στο δίχτυ, με κομμάτια
κουπιών ή ναυαγίων συντρίμμια
βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγγος
εσκέπαζε και θρήνος του πελάγου
την άπλα ολούθε, ώσπου της μαύρης νύχτας
έπεσ' η σκοτεινιά κι όλα τέλειωσαν.
Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες
κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα
να εξιστορήσω ολάκερο γιατί να ξέρεις,
ποτέ σε μια μονάχα μέρα τόσοι
πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα.
Ατ. Ώο! τι πέλαγο κακών ξέσπασε πάνω
στο γένος των Περσών και στους βαρβάρους.
Αγ. Να ξέρεις τούτο, πως ακόμα ούτε στη μέση
δεν είμαστε της συμφοράς· γιατί κατόπι
τέτοια δεινά μας ήρθαν, που αν τα βάλεις
απάνω στ' άλλα, δυο φορές αντιβαραίνουν.
Ατ. Σκληρότερη ποια μοίρα θα μπορούσε
να γίνει ακόμη; Λέγε, το στρατό μας
ποιο χάλι χτύπησε κακό, πού να τραβάει
κατάκορφα του πόνου η συμφορά;
Αγ. Όσοι απ' τους Πέρσες ήταν αντρειωμένοι
μ' ατρόμητες ψυχές, αρχοντογέννητοι
και πάντα πρώτοι απ' όλους για την πίστη
που 'χαν στο βασιλιά, χαθήκαν
με θάνατο φριχτό και ντροπιασμένο.
Ατ. Άα! δυστυχία, κακή και μαύρη τύχη.
Πες μας, ποιο τάχα βρήκαν τέλος;
Αγ. Στη Σαλαμίνα μπρος υπάρχει κάποιο
μικρό νησί χωρίς αραξοβόλι
για ναύτες και μονάχα στο γιαλό του
ο φιλοχορευτής συχνάζει Πάνας.
Εκεί τους στέλνει ο Ξέρξης, να σκοτώνουν
πράγμα εύκολο απ' τους Έλληνες εκείνους
που ναυαγοί θα βγαίναν στ' ακρογιάλι
και να γλιτώνουν τους δικούς μας απ' το κύμα.
Όμως δεν πρόβλεψε καλά το μέλλον.
Γιατί ο θεός μια κι έδωσε τη νίκη
της ναυμαχίας στους Έλληνες, την ίδια
μέρα φορώντας τις αρματωσιές των
βγήκαν απ' τα καράβια τους κι ολούθε
κύκλωσαν έτσι το νησί, που οι Πέρσες
δεν είχαν πού να στρέψουν, κι απ' τις πέτρες
που πέφτανε βροχή και τις σαΐτες
χανόντουσαν στο τέλος πια χιμώντας
με μια κραυγή, χτυπούνε, κομματιάζουν
τις σάρκες των δυστυχισμένων, ώσπου
τους αφανίσαν όλους. Έσυρεν ο Ξέρξης
μεγάλο βόγγο βλέποντας το βάθος
του χαλασμού· γιατί ψηλά καθόταν
σε τόπο ξάγναντο κοντά στ' ακροθαλάσσι
κι ολάκερο θωρούσε το στρατό του.
Κι αφού τα πέπλα του έσκισε θρηνώντας
με γοερές κραυγές, ξάφνου προστάζει
το στεριανό του στράτευμα και σ' άταχτη
φευγάλα ορμάει. Τέτοια είναι λοιπόν
κι η άλλη συμφορά σιμά στην πρώτη
που 'χεις μπροστά σου τώρα για να κλάψεις.
Ατ. Ω! μισητή μοίρα, πόσο των Περσών
έβγαλες τις ελπίδες όλες ψεύτρες·
πικρήν εβρήκε ο γιος μου τιμωρία
από την ξακουσμένη Αθήνα και δε φτάσαν
οι τόσοι βάρβαροι που πρώτα ο Μαραθώνας
αφάνισε· γι' αυτούς λογιάζοντας ο Ξέρξης
πως θα μπορούσε εκδίκηση να πάρει,
σώριασε πάνω του ένα τέτοιο πλήθος
κακών. Μα λέγε, όσα ξεφύγανε καράβια,
πού τ' άφησες; Με σιγουριά το ξέρεις;
Αγ. Γοργά με πρίμο αγέρι οι κυβερνήτες
των καραβιών που γλίτωσαν, ρίχτηκαν
σε ξέφρενο φευγιό· όπως όμως
ο υπόλοιπος στρατός μας εχανόταν
στη γη της Βοιωτίας, άλλοι σβήναν γύρω
στις βρύσες πριν να ξεδιψάσουν,
κι άλλοι χωρίς ανάσα απ' τη φευγάλα
στο δρόμο πέφταν ξέπνοοι. Στη χώρα
περάσαμε ακόμη των Φωκέων,
στα μέρη της Δωρίδας και τον κόλπο
το Μαλιακό, που ο Σπερχειός ποτίζει
με το ήμερο νερό του όλο τον κάμπο·
εκείθε η γη των Αχαιών κι οι πολιτείες
της Θεσσαλίας βασανισμένους, δίχως
τροφή μας δέχτηκαν κι εδώ απ' την πείνα
κι από τη δίψα —ήτανε και τα δυο— χαθήκαν
πλήθος. Μετά στης Μαγνησίας τους τόπους
φτάσαμε και στη γη των Μακεδόνων,
στο ρέμα του Αξιού και προς της Βόλβης
τους βάλτους και τις καλαμιές· κατόπι
διαβήκαμε το Παγγαίο και τα μέρη
της Ηδωνίδας· μα τη νύχτα εκείνη
σήκωσεν άξαφνα ο θεός χειμώνα
πρώιμο και βαρύ κι όλα παγώσαν
του αγνού Στρυμόνα τα νερά. Κι εκείνος
που πριν θεούς δεν πίστευε καθόλου,
τώρα με προσευχές τους προσκυνούσε,
Γης κι Ουρανό παρακαλώντας. Κι όταν
ετέλειωσε το στράτευμα τις τόσες
ευχές, άρχισε το κρουσταλλιασμένο
ποτάμι να διαβαίνει. Όσοι περάσαν
προτού ξανοίξουν του θεού οι αχτίδες,
εσώθηκαν. Γιατί ο λαμπρός του ήλιου
δίσκος, ολόφλογος βαθιά στα σπλάχνα
του πάγου έφτασε ως μέσα, μ' όλη
τη φλόγα λιώνοντας τον και βουλιάζαν
σωρό, καθώς πέφταν ο ένας με τον άλλο·
καλότυχος αυτός που τη ζωή του
έχασε μονομιάς. Όσοι απομείναν
κι έτυχε να σωθούν λιγοστοί, μόνο
μια χούφτα αφού με μύριους μόχθους
περάσανε τη Θράκη και ξεφύγαν,
φτάσαν στην πατρική τους γη· και τώρα
στενάζει η χώρα των Περσών ποθώντας
τ' αγαπημένα που χάθηκαν νιάτα.
Αυτή ´ναι η αλήθεια· όμως αφήνω
πολλά δεινά, που δεν τα λέω, απ’ όσα
σώριασεν ο θεός πάνω στους Πέρσες