Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Το ηρωικό τραγούδι των Ελλήνων

Απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη:

«Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ’διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι·
Ο Ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου, 
βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη
κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει·
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυργιολόγια
γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά ’στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε ’στον Άδη, τα καϊμένα.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις ταρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν».



«Eγώ και αν λαβώθηκα συντρόφοι μην λυπάστε»


Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
έτσι λάμπει και η κλεφτουριά.
έτσι λάμπει και η κλεφτουριά
Οι Κολοκοτρωναίοι, πού ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά
που ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες,
Π’ αυτοί δεν καταδέχονται
Π’ αυτοί δεν καταδέχονται τη γης να την πατάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά
Καβάλα πάν’ στην εκκλησιά καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρνουν αντίδωρο.


O Παπαφλέσσας τα 'καψε τα έρμα τα παλάτια
Κλαίουν τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά γι' αγάδες


Στα Τρίκορφα μες στην κορφή
Κολοκοτρώνης ρίχνει ορδή,
μες στα Τρίκορφα στη ράχη
πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
κι όλος ο κόσμος τρόμαξε.
Γιε μ' ο Θοδωρής φωνάζει
και το στράτευμα διατάζει.
Πού ‘σαι μωρέ Νικηταρά,
που ‘χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πώς κοιμάσαι
και τους Τούρκους δε φοβάσαι;



Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις !




Του Διάκου (22 Απριλίου 1821)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκομάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Ουδ’ ὁ Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομὲρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε.
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.

Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.

Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
-Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
-Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας.
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:

-Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τούς έλεγε μουρτάτες:
-Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.