Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Ο Βασιλέας Όθων έσωσε τον Γέρο του Μοριά


Από τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά διὰ νὰ περάσω ἕνα δύο μῆνες, διότι ἐφοβήθηκα νὰ μὴν ἀρρωστήσω ἀπὸ τὴν κάψα εἰς τὸ Ἀνάπλι. Ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτζά, ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγα εἰς ἕνα πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς, ὅπου ἐπήγαινα κάθε χρόνο, ὅτι εἶναι ἰδιοκτησία μου. Ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι οἱ ραδιοῦργοι δὲν ἔλειψαν νὰ παρασταίνουν εἰς τὴν Κυβέρνησιν, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης κάνει συνελεύσεις καὶ ἄλλες παρόμοιες ψευτιές.
Ὁ Ζωγράφος ὁποὺ ἦτον νομάρχης τῆς Ἀρκαδίας (τόσον καὶ ὁ Μάνος ὁποὺ ἦτον διευθυντής), καὶ ἂν ἦτον τίποτε ἔπρεπε νὰ τὸ ἠξεύρει αὐτός, ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ ἐπληροφόρησε, ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦτον ψεύματα. Ἐγύρισα ὀπίσω εἰς τὸ Ἀνάπλι, ἐπῆγα, ἐχαιρέτησα τὸν Βασιλέα, τὴν Ἀντιβασιλείαν, τοὺς εἶδα μουδιασμένους, πλὴν δὲν ἐκατάλαβα τίποτες. Ἔμεινα εἰς τὸ περιβόλι μου.

Ἐκεῖ ἦλθαν τὴν νύχτα, εἰς τὰς 7 Σεπτεμβρίου, καὶ μὲ ἐπῆρε ὁ Κλεώπας, μοίραρχος, μὲ 40 χωροφύλακας καὶ μὲ ἐπῆγε εἰς τὸ Ἴτζ Καλὲ καὶ μ᾿ ἐπαράδωσε εἰς τὸν φρούραρχον, καὶ μ᾿ ἔβαλαν 6 μῆνες μυστικὴ φυλακή, χωρὶς νὰ ἰδῶ ἄνθρωπον, ἐκτὸς τοῦ δεσμοφύλακα.
Δὲν ἤξευρα τί γίνεται διὰ ἕξι μῆνες, οὔτε ποιὸς ζεῖ, οὔτε ποιὸς ἀπέθανε, οὔτε ποιὸν ἔχουν εἰς τὴν φυλακήν. Διὰ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἤξευρα πὼς ὑπάρχω, μοῦ ἐφαίνετο ὄνειρο· ἐρωτοῦσα τὸν ἑαυτόν μου ἂν ἤμουν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἢ ἄλλος κανείς· δὲν ἐκαταλάβαινα διατὶ μὲ ἔχουν κλεισμένο. Μὲ καιρὸν ἐπέρασε ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ὅτι ἴσως ἡ Κυβέρνησις, βλέποντας τὴν ὑπόληψιν ὁποὺ ἔχει ὁ λαὸς πρὸς ἐμένα, μὲ φυλακώνουν διὰ νὰ μοῦ κόψουν τὴν ἐπιρροήν· δὲν ἐπίστευσα ποτὲ ὅτι θὰ φθάσουν εἰς αὐτὸν τὸν βαθμόν, διὰ νὰ φκιάσουν ψευδομάρτυρες.
Ἔπειτα ἀπὸ ἕξι μῆνες, μᾶς ἐκοινοποίησαν τὴν κατηγορίαν, ὅτι τάχα ἐκάμναμεν ἀναφορές, πότε ἐναντίον ὅλης τῆς Ἀντιβασιλείας, πότε ἐναντίον τῶν δύο μελῶν, καὶ ὑπὲρ τοῦ Ἀρμανσπέργ, ὅτι ἠθέλαμεν νὰ κάμωμεν ἐπανάστασιν, καὶ ὅτι ἐβγάζαμε δι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸν καὶ ληστάς, ὅλα ἄρατα θέματα. Σὰν μ᾿ ἐκοινοποίησαν αὐτά, ἔβαλα ὑποψία εὐθὺς ὅτι εἶναι χέρι τῆς Κυβερνήσεως, καὶ θὰ μᾶς χαλάσουν. Μᾶς ἔβαλαν εἰς τὸ δικαστήριον. Ἐκεῖ ἐπαρρησιάσθηκαν μερικοὶ ἄτιμοι μικροὶ ἄνθρωποι ψευδομάρτυρες, καὶ ἔλεγαν πὼς εἶδαν ἀναφορὲς καὶ ἄλλα ψέμματα. Ἦλθαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τίμιοι ἄνθρωποι νοικοκυραῖοι, εἶπαν πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι ψέμματα, ὅτι αὐτοὶ εἶναι κακῆς διαγωγῆς ἄνθρωποι, πλὴν ποῦ ἤκουαν αὐτούς; Ἤθελαν τὸν σκοπόν τους, καταδίκην. Ἔξαφνα μανθάνω, ὅτι βιάζει ὁ Σχινᾶς, μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης, τὸ δικαστήριον καὶ ὑποχρεώνει τὸν πρόεδρον Πολυζωΐδην καὶ Τερτσέτην νὰ ὑπογράψουν μὲ βαγιονέτες. Μᾶς κατέβασαν, μᾶς ἐδιάβασαν τὴν ἀπόφασιν. Εἶδα τόσες φορὲς τὸν θάνατον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκα οὔτε τότε. Καλλίτερα εἶναι ὁποὺ σκοτώνομαι ἄδικα, παρὰ δίκαια. Τὸν Κολιόπουλο ἐλυπόμουνα, διατὶ εἶχε φαμελιὰ μεγάλη. Ἐφάγαμε τὸ βράδυ. Τὴν αὐγὴ ἐκάμαμε τὴν διαθήκη μας καὶ ἐπροσμέναμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ δύο ὧρες ἐμάθαμε, ὅτι ὁ Βασιλέας μᾶς ἔκαμε χάρη τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὸ ἄδικο. Μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι, εἰς σιγουρότερον μέρος. Ἐσταθήκαμε καὶ ἐκεῖ 11 μῆνες.


Ὁ Βασιλεύς, ὅταν ἀνέβηκε εἰς τὸν θρόνο ἔκαμε διαταγὴ καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυλακήν, τὴν τόσον ἄδικη. Ἐκατέβηκα ἀπὸ τὸ Παλαμήδι· ἡ ὑποδοχὴ ὁποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ λαὸς μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω ὅλες τὲς δυστυχίες ὅπου ἐπέρασα. Ἔβλεπα ἄλλους νὰ κλαίουν, ἄλλους νὰ γελοῦν, καὶ ὅλοι νὰ φωνάζουν: Ζήτω! Ζήτω ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ Βασιλεύς! Ἐκάθησα δύο τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἔπειτα ἦλθα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐπρόσφερα τὸ σέβας μου καὶ τὴν εὐχαρίστησίν μου εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὸν Ἀρμανσπέργ, καὶ ἔπειτα ἐκάθησα ἥσυχος ἕως τούτην τὴν ὥρα, ὁποὺ διηγοῦμαι αὐτά.