Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Νικηταράς «H σάλπιγγα τῆς Ἑλλάδος πλησιάζει»


Οι διηγήσεις του Νικήτα Σταματελόπουλου του Τουρκοφάγου

Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα χωριὸ Μεγάλη Ἀναστάσοβα ἀπεδῶθε ἀπὸ τοῦ Μυστρᾶ πρὸς τὴν Καλαμάτα. Ὁ προπάππος μου ἦτον προεστὸς καὶ ὁ πατέρας μου ἔφυγε 16 χρονῶν καὶ ἐπῆγε μὲ τὰ στρατεύματα τὰ ρούσικα στὴν Πάρο καὶ ἦτον πολεμικός. Τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὴν Μονοβασιὰ μαζὶ μ᾿ ἕνα ἀδελφό μου καὶ μ᾿ ἕνα κουνιάδο μου.

Ἀπὸ 11 χρονῶν μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου ἔσερνα ἄρματα.

Ἐτουφέκισα ἕνα Τοῦρκο στὸ Λιοντάρι. Ὁ Τοῦρκος ἦτον κλέφτης καὶ ἦτον μὲ τὸν γέρο Κολοκοτρώνη - Κλέφτες ἐκεῖνοι, ἡμεῖς ἀρματολοί.

Ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο 18 χρονῶν.

Ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ Ζαχαριᾶς, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς συμβιβάζει τοὺς ἐχθρευμένους κλέφτες καὶ πάγει εἰς Κορφούς. Ὁ Ζαχαριᾶς ἦταν στύλος τῶν κλεφτῶν. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ὁμιλεῖ μὲ τὸν Μοτσενίγο εἰς Κορφοὺς καὶ μὲ τὸν Μπενάκη κάμνει ἀναφορὲς εἰς τὸν Αὐτοκράτορα. Εἰς τὴν Ζάκυνθον τότε πάγω, γραφόμεθα εἰς τὰ στρατεύματα ὡς 5.000. Τότε ἤμουν... Πᾶμε στὴν Νεάπολη. Εἴμεθα 15 χιλ. νὰ πᾶμε στὴν Ρώμη. Ἐτσακίσθηκε ὁ Αὐτοκράτορας ὁ Ροῦσος εἰς τὸ Ἀούστερλιτς. Μᾶς κυνηγοῦν οἱ Γάλλοι. Ἐπιστρέφομε. Τότενες οἱ κλέφτες ἐχαλάσθηκαν, ὁ Γέρος ἐγλύτωσε. Ὑπάγω μὲ τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη εἰς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη.

Ἐπήγαμε εἰς τοὺς Κορφούς, πᾶμε στοὺς Τσάμηδες στὴν Τσαμουριά. Εἴχαμε συνωμοσία νὰ φέρουμε στρατεύματα στὴν Πελοπόννησον νὰ χτυπήσωμεν τὸν Βελὴ πασά. Εἴμεθα ἀκουσμένοι μὲ τὸν Δονζελώτ.

Ὅταν εἴμεθα στὴν Ἁγία - Μαύρα πηγαινάμενοι στὴν Ζάκυνθο νὰ ἑνωθοῦμεν καὶ ἔπειτα νὰ πᾶμε στὴν Γαστούνη, οἱ Ἄγγλοι παίρνουν Ζάκυνθον Κεφαλ.

Εἰς τὴν Ζάκυνθον οἱ δικοί μας, πατέρας μου, Πετιμεζᾶς, Κολοκοτρώνης, ἐμπῆκαν εἰς τὴν δούλευσιν τὴν Ἀγγλικήν. Ἡμεῖς ἀπελπισθήκαμε. Ὁ πατέρας μου μοῦ ἔστειλε ἕνα γράμμα.

Τί μοῦ λέγει ὁ Γέρο Κολοκ., ὅταν ἐνόμιζε ὅτι θὰ πάρουν πριζονέρηδες τοὺς ἰδικούς μου τοὺς Πελοποννησίους. Ὁ Πομόνης μοῦ φέρνει τὸ γράμμα εἰς τὴν Ἁγίαν Μαύραν. Ἐβγῆκε φωνὴ ὅτι οἱ δικοί μας ἐπιάσθησαν αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Ζάκυνθον ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ τοὺς πᾶνε εἰς Μάλτα - Πᾶμε μοῦ εἶπε ὁ Γ.Κ. (1) νὰ πέσωμε εἰς ἕνα καράβι ἀγγλικό, θὰ μᾶς πάρουν καὶ ἔτσι πᾶμε καὶ ἐμεῖς εἰς τὴν Μάλτα. - Βλαστήμα τους, τοῦ εἶπα. Τοῦ ἔδειξα τὸ γράμμα ἀπὸ Ζάκυνθον καὶ τὸ ἔκαψα.

Λέμε εἰς τὸν Καμοὺς νὰ πᾶμε στὴν Πελοπόννησον διὰ νὰ μὴ πεθάνει εἰς ξένον τόπον ὁ Ἀλὴ Φαρμάκης. Τὸ ἔχουν ἁμαρτία οἱ Τοῦρκοι νὰ πεθάνουν εἰς σύνορα χριστιανικά. Τὸ λέγει ὁ νόμος, ἡ πίστις τους.

Πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον μὲ τὸν Ἀλὴ Φαρμάκη. Ἀπατήσαμεν τὸν Καμούς.

Ἐμπήκαμε εἰς τὴν δούλευσιν τῆς Ἀγγλίας, ὁ Γέρος δὲν ἐμπῆκε τῆς γραμμῆς, ἐγὼ ἐμπῆκα σὰν ἀξιωματικὸς βολοντάριος.

Κατὰ τὸν Μάρτιον μήνα ἐπιστρέφομε εἰς τὴν Ἁγία Μαύρα γιὰ νὰ τὴν πάρουμε. Οἱ Σουλιῶτες ἐβγῆκαν σὲ κάτι βουνὰ καὶ μιλοῦν μὲ τὸν Γέρο. Ἡμεῖς πολεμήσαμε 16 χρόνους, δὲν καταδεχόμεθα, θὰ πολεμήσομε ὄχι σὰν ἐσᾶς ποὺ δὲν ἐρρίξατε ἕνα τουφέκι στὴν Ζάκυνθο. Κολ.: Θὰ πολεμήσομε καὶ θὰ τιμήσωμεν τὸν βασιλέα μας.

Ἐπολεμήσαμε καὶ ἐβγάλαμε ἀπὸ τὴν θέσιν τους τοὺς Ρουμελιῶτες καὶ Φραντσέζους. Ἐπήραμε τὴν Γύρα μὲ ρεσάλτο.

Ἔπειτα ἐπήγαμεν στὴν Μεσσήνα. Ὁ Τζούρτζ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία νὰ κάμει νέο ρεγκιμέντο.

Ὅταν ἐστάλθη ὁ Ναπολέων στὴν Ἔλβα ὁ Κάμβελ διέλυσε τὸ τάγμα ἀπὸ φθόνο.

Ὁ πατέρας μου μὲ τὸν Ἀναγνώστη, υἱὸς τοῦ Ζαχαριᾶ, πᾶνε στὴ Μάνη διὰ τὸ συμπεθεριό. Συμφωνοῦν. Θέλει πάει στὸ Τσερίγο. Ἀπὸ φουρτούνα πᾶνε στὰ Βάτικα. Ἐγνώριζε ἕνα φίλο Τοῦρκο, νομίζει ὅτι εἶναι αὐτὸς καὶ ἦτον ἄλλος. Τοῦ στέλνει χαιρετίσματα. Τοὺς παίρνουν πρὸς φιλοφροσύνην, τοὺς πιάνουν, τοὺς δένουν.

Ἀπὸ τὸ Τσερίγο στέλνει ὁ Κουμαντάντες. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς σφάζουν, τὸν Ἀναγνώστη, τὸν ἀδελφό μου, τὸν πατέρα μου. Λόγοι τοῦ Γέρου Σταματέλου: Τὰ παιδιὰ εἶναι ἀναστημένα εἰς τὴν Φραγκιά, ἐγὼ ἔκαμα καλὰ καὶ κακά. Νὰ μὲ κόψετε ἐμένα νὰ κάμω χαλάλι τὸ γάλα τῆς μάνας μου, ὄχι τὰ παιδάκια μου.

Εἰς τὸν Ἀναγνώστη τὸν ἐλέγχουν διὰ τὸν πατέρα του. Εἰς τὸν ἀδελφόν μου προβάλλουν ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστιν. Θὰ πάω ἐκεῖ ποὺ πάγει ὁ πατέρας μου. - Κάθισε νὰ σὲ κάμομε Τοῦρκο. Τοῦ δείχνουν τὸν πατέρα του σκοτωμένον. - Γίνου Τοῦρκος. Τὸ παιδὶ κάμνει τὸν σταυρό του. Ἔγινε ἀπὸ τὸ αἷμα σταυρός. Πῆραν τὰ κεφάλια τους στὴν Τριπολιτσά.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς παραπονιέται ἀπὸ τοὺς Ρούσους εἰς τὸν Καπνίση, ὑπασπιστὴ τοῦ Αὐτοκράτορος, διατὶ νὰ μᾶς παρατήσει ἡ Ρουσία. Τώρα μᾶς ἄφησαν οἱ Ἄγγλοι.

Γράφουν στὸν Σανδρίνη νὰ ξεσηκώσουν τὰ ὀνόματά μας. Ἔρχεται ἀπάντηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ρουσία νὰ μᾶς δώσει γῆν, ὅλα τὰ καλά, ζῶα καὶ εἰς δέκα χρόνους νὰ ἐπιστρέψομε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Στέλνομε τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, Χρυσοσπάθη, εὑρίσκουν τὴν Ἑταιρεία. Ὁ Καποδίστριας τοὺς λέγει, σύρτε ὀπίσω, ἐδῶ ζοῦν ἀρκοῦδες, κρούσταλλα πολλά. Ἦτον στοχασμὸς νὰ πᾶμε ἀποικίες. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μοῦ λέγει: δὲν ζοῦμε ἐκεῖ. Σχέδια περὶ ἐπαναστάσεως. Νὰ ζήσουμε εἰς βουνὰ μὲ γένεια.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἄλλους πᾶνε στὴν Ρουσία· ὁμιλοῦν μὲ τὸν Καποδίστρια.

Φεύγω ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ ἔρχομαι εἰς τὴν Μάνη καὶ ἀνταμώνω τὸν Χρυσοσπάθη. Ἐγὼ ἐχειροτόνησα τοὺς καλογήρους. Στὰς 18 ἀνταμώνω μὲ τὸν Χρυσοσπάθη.

Εἰς τὸ Μοναστήρι στὲς Καλτεζιὲς ἐνδύθηκα ὡς δοῦλος διὰ νὰ πάγω στὴν Ὕδρα, νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Λημεριάζω μὲ τὸν Παπὰ εἰς ἕνα φίλον τοῦ Καλογήρου. Ὁμιλίες μὲ τὸν νοικοκύρη. Ἔκαμες κλέφτης; Ἀγνάντευσα τὴν Τριπολιτζά. Εἰς τὸ Ἄστρος. Βλέπω τὸ Παλαμήδι.

Ἐπήγαμε εἰς ἕνα χωριό· ποῖος εἶσαι; Δοῦλος. Ἔκαμες κλέφτης; Κατὰ ποῦ τοὺς γνωρίζω τοὺς κλέφτες ἐγώ; Ἀπὸ τὲς Καλτεζιὲς πηγαίνοντας εἰς τὸ Ἄστρο ἔβλεπα τὴν Τριπολιτσά. Ἔλεγα πότε νὰ ἐμπῶ μὲ τὸ σπαθί μου. Οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν, ἀνάθεμα τὸ σπίτι σας, τῶν χριστιανῶν. Ἀπὸ τὸ Ἄστρο ἐκοίταζα τὸ Παλαμήδι. Εἶπαν τοῦ Παπᾶ νὰ δώσει ἕνα γρόσι διὰ ἐμέ. Εἶναι δοῦλος. - Δὲν μοιάζει δοῦλος, εἶπε ὁ πατέρας τοῦ Ζαφειρόπουλου. Τὸ ἔδωσε ὁ Καλόγερος τὸ γρόσι, δὲν τοῦ τὸ ἔδωσα, δὲν ἤθελα νὰ δώσω ποτὲ χαράτσι τοῦ Τούρκου.

Ἀναγνωσταρᾶς μὲ τὸν Κιαμέλμπεη. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔχει τὴν προστασία τοῦ Κιαμέλμπεη, ἡμεῖς ὀργανίζομε τὴν Ἑταιρείαν.

Εἰς τὴν Πελοπόννησον περιφέρομαι μὲ τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ἔπειτα μὲ τὸν Κολιόπουλο. Ἐπιστρέφω εἰς Ζάκυνθο.

Ὁ Πετρίδης ἐπρόδωκε τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Maitland.

Ὁ Κολοκοτρώνης ὑβρίζει κατὰ περίστασιν τὸν Διόγο, ὁ ὁποῖος ἦτον βαλμένος εἰς τὴν Ἑταιρείαν ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἀλεξάκη. Πάγει καὶ μαρτυράει τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Ἀλὴ - πασά. Ὁ Ἀλὴ πασὰς κράζει τοῦ Ἀλεξάκη. Ὁ Ἀλεξάκης τοῦ λέγει εἶναι φαρμασονίες. Ὁ Καλύβας, Θεοδόσης, Δραγώνας μελετοῦν νὰ σκοτώσουν τὸν Διόγο καὶ τότες αὐτὸς ἔφυγε.

Γραφὴ τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη. Καπεταναῖοι ποὺ διατρίβετε στὰ Ἰονικὰ νησιὰ ἡ σάλπιγγα τῆς Ἑλλάδος πλησιάζει.

Μοῦ λέγει ὁ Γ. Κολοκ. νὰ πᾶμε στὴν Μάνη. Δὲν πῆγα γιατί? (sic).

Πρότασις ἑνὸς δούλου νὰ σκοτώσω ἕνα πλούσιον Τοῦρκον. Νὰ κάμω φυσέκια. Δίδω λόγον τιμῆς ὅτι δὲν σκοτώνω κανένα.

Εἶν᾿ κακά, μοῦ εἶπε, νὰ σκοτώσουμε ἕνα Τοῦρκο πλούσιον εἰς τὸ Τουρκάκι; Τὸ ἔκραξε τοῦ γέρου Κολοκοτρώνη φεύγει. Ἔρχεται ὁ Πάνος καὶ μοῦ λέγει ὅτι τοῦ γράφει ὁ πατέρας του νὰ ἔλθουμε μαζί. Τοῦ εἶπα δὲν μιλῶ μὲ λογιοτάτους. Ἔρχεται ὁ πάτερ Ἄνθιμος, μοῦ λέγει, νὰ μὴν πάω νὰ σκοτώσω Τούρκους. Τοῦ ἔδωσα ὑπόσχεση πὼς δὲν εἶχα τουφέκι καὶ ἔτσι ἐγλύτωσε ὁ Τοῦρκος.

Τὸ Φλεβάρη φεύγω ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο.

Ἀνταμώνομαι μὲ τὸν Φλέσσα, τὸν Ἀναγνωσταρᾶ.

Ὅταν ἐβγήκαμε εἰς τὸ Λιοντάρι ἕνας ἀγὰς κράζει τὸν ἀδελφόν μου. - Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; - Ναί. - Εἶναι ἕνας παλιοχαμένος. - Ὄχι, εἶναι παλληκαρᾶς. - Ὁπόταν ἔλθει, φέρε μου τον νὰ τοῦ ἀνοίγω σπίτι. Τοῦ ἔδωσα ἔπειτα στὴν Τριπολιτσὰ 5 ρουμπιέδες. - Ποῦ εἶν᾿ τὸ σπίτι ποὺ θὰ μοῦ φτειάσεις; - Τώρα, εἶπε, ὅλα εἶναι δικά σου.

Ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κινοῦμε.

Ὁ Κατζῆς δὲν μᾶς ἔδινε τὰ μπαρουτόβολα· τοῦ τὰ παίρνομε.

Ὁ Ἀρναουτογλῆς κλεισμένος στέλνει τὸν Μπουλούμπαση νὰ ὁμιλήσει μὲ τοὺς καπεταναίους. Τί λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Πετρούνης.

Τί λέγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς.

Στὸ Λιοντάρι μαζώνω τὸν κόσμο. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Καλαμάτα.

Ὁ Ἀρναουτογλῆς κράζει τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔλεγε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Καποδίστριας δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ἐπανάστασιν.

Μπαϊρακτάρης Μανιάτης. Φλοκάτη του μὲ προβιές. Ὅλος ἐνδυμένος προβιές.

Ὁ Ἀνδριὰς μὲ τὴν μουσκέτα μοῦ λέγει νὰ σκοτώσουμε. Χτυπᾶ τὸν Μουράτο, ἐγὼ τοῦ κόβω μὲ τὸ σπαθὶ πέρα πέρα τὰ μοῦτρα. Τὴν θυγατέρα του τὴν πῆρε ὁ Παγώνης. Τὸ βράδυ σμίγουμε εἰς τοῦ Μπέη. Μπουλούμπασης. Ὁ Μπέης λέγει νὰ δίνετε δυὸ φλωριὰ κάθε σπίτι Τούρκικο. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς εἶπε, μᾶς κάλεσε ἐδῶ ὁ λαὸς ἀδικημένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Προεστούς.

Εἰς τὸ Ἀνεμογδούρι στοῦ Πάπαρη στὴν Ρίζα ἔμασα στρατόπεδο Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες ἕως 3.000.

Ἕνας Τοῦρκος ἀπὸ τὴν Καρύταινα τιπίλι πάει εἰς τὴν Τριπολιτζά. Συμβούλιο διὰ νὰ ἔβγουν μεντάτι νὰ μᾶς κτυπήσουν στὸ Πάπαρη. Μιὰ γερόντισσα χριστιανὴ τὸ ἀκούει, τὸ λέγει ἑνὸς παπὰ καὶ μὲ εἰδοποιεῖ. Ἡ γυναίκα ἦτον εἰς τὰ χαρέμια.

Πέμπω εἰς τοὺς ἐδικούς μας, πλὴν δὲν πάει ὁ στελμένος.

Τὸ ἀσκέρι ἀρχίζει νὰ φεύγει. Πῶς ἐμπόδιξα τὴν φυγήν τους.

Εἰς τὸ Λεοντάρι ἔφτιασα μιὰ βούλα ἀπὸ βολύμι καὶ ἐπάταγα. Εἶχα καὶ τὸν Δημητράκη τὸν Μήντζα, ἤξευρε τακτικὰ τὴν δούλευσιν. Τὸν ἔκαμα ἀγιουτάντε. Ἐγὼ ἤμουν φὲλδ μαρεσάλος. Ἐκεῖ εἰς τοῦ Πάπαρη ἀνέβηκα καὶ εἶπα, ἐλᾶτε νὰ ἀσπασθῆτε τὴν ἐλευθερίαν. Ἦλθαν γυναῖκες, κλπ. καὶ ἐφιλοῦσαν τὴν μπαντιέρα. Ἐχώριζα χωριὰ καὶ τοὺς ἔστελναν καραούλια.

Πηγαίνω εἰς ἕνα χωριό. Βλέπω καὶ πλακώνουν. Ἐγὼ ἔπιασα εἰς ἕνα βουνὸ μὲ τοὺς 60.

Ὁ μακαρίτης ὁ γέρος ἐκοίταζε μὲ τὸ κιάλε. Τὸ στρατόπεδο ἐστερέωσε. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ἀπὸ τὴν Καρύταινα τοὺς ἄλλους Τούρκους.

Εἰς τοῦ Πάπαρη γενόμεθα 500. Μητροπέτροβας.

Πιάνει μιὰ πλάτη ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης - θὰ σκοτωθεῖ ἕνας σημαντικὸς ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν. Κυνηγοῦν τὸν Κυριακούκη καὶ τὸν Ἀντώνη Νικολόπουλο, 71 χρονῶνε 3 ὧρες. Ὁ Ἀντώνης σώνει τὰ φουσέκια· τὰ ἔρριξε ὅλα. Τὸ στερνὸ μὲ τὴν βέργα τὸ ἔρριξε. Ἔπειτα τὸν ἐσκοτώσανε.

Ἐγυρίσαμε καὶ πᾶμε εἰς τὸ Βαλτέτσι.

Τὴν μεγάλη Λαμπρὴ εἴχαμε 6 - 7 χιλιάδες ἀρνιὰ καὶ ἐψένανε. Ἔρχουνται Τοῦρκοι, εἴχαμε γιουρούσια. Εἰς τὸ Βαλτέτσι εἴχαμε φανούς. Περνοῦνε λάθος καὶ βαροῦν 4 τουφέκια. Κινοῦμε μεντάτι εἰς τὰ Βέρβενα. Παίρνω καμμιὰ 60νταριὰ καὶ πάω νὰ τοὺς προϋπαντήσω.

Μᾶς τσάκισαν 60 ποὺ εἴμεθα. Ἐκεῖ ἦταν λαγοὶ καὶ λαγωνικὰ καὶ ἐγινήκαμε ὅλοι ἕνα.

Ἦτον ὁ Εὐμορφόπουλος. Ἐφούσκωσαν τὰ πόδια του.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς κατορθώνει νὰ στείλει τὸν Ἠλία, τὸν Κυριακούλη νὰ πιάσουν τὸ Βαλτέτσι. - Θέλει εὑρῆτε καὶ τὸν Νικήτα. Ὁ Γ. Κολ. ἦτον στὸ Χρυσοβίτσι.

Δεσποτάδες στὰ Βέρβενα ἐδιοικούσανε.

Ἐβγῆκαν δέκα χιλιάδες καὶ ἐσφάλισα τοὺς 700 ποὺ ἦτον εἰς τὸ Βαλτέτσι.

Τοὺς ἐβγάλαμε ἀπὸ τὸ Βαλτέτσι πρὶν γένει ὁ πόλεμος τῶν 700 - Τοὺς ἐπήγαμε ἕως εἰς τὴν Τριπολιτσά. Τοὺς κατατρέχαμε. Ἀφήκαμε τὴν θέση. Ἐπῆγα εἰς τὸ Λιοντάρι καὶ ἐμιλήσαμε τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ. Νὰ πᾶς νὰ ἀπαντήσεις τὸν Κεχαγιὰ ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ Παρθένι. Μὲ ποιὸν θὰ πάγω; Νὰ πάρεις καμμιὰ διακοσαριὰ ἀπὸ τοὺς Λεονδαρίτες. Ἐστείλαμε τὸν ἀδελφό μου τὸν Νικόλα. Ἐπήραμε καμμιὰ διακοσαριὰ ἀπὸ τὸ ὀρδί.

Ὁ Γενναῖος ἦλθε. Εἶχε μιὰ τσούπρα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Εἶπε ὅτι θέλει νὰ ἔλθει καὶ αὐτός. Ἒ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἀδελφός μου. Νὰ πᾶς νὰ εὕρεις τὸν πατέρα σου. Ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω, εἶμαι μὲ τὸν Νικήτα. Θὰ εὕρουμε τὸν μπελά μας μὲ τὸν μπάρμπα μας. Ἦλθε ὁ Γενναῖος. Πᾶμε νὰ ἀπαντήσομε τὸν Κεχαγιά. Ἤμουν ἐγὼ ἀρχιστράτηγος. Μᾶς ἔφυγαν οἱ μισοί. Μᾶς ἐφωνάξανε τὰ καραούλια ἀπὸ τὰ Βέρβενα. Οἱ Τοῦρκοι ἐμπῆκαν εἰς τά (1).

Ἐρχόντανε οἱ Τοῦρκοι. Ὅποιος θέλει, ἂς ἔλθει. Ὁ ἀδελφός μου λέγει ἐγώ. Δεύτερος, ἐγώ, εἶπε ὁ Γενναῖος. Τὸ ξεύρει ὁ Νικόλας καὶ κλαίει. Τὸν ἄφησα ἐκεῖ.

Πῶς ἐγλύτωσε ὁ Γενναῖος.

Ἐπήγαμε εἰς τὰ Βέρβενα. Ἐβγῆκαν μὲ τοὺς σταυρούς, μὲ τὶς εἰκόνες οἱ Δεσποτάδες.

Ἐσκοτώσαμεν τοὺς Τούρκους στὸν κάμπο.

Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς λέγει εἰς τὸ Λιοντάρι εἰς τὸν Πετρόβεη.

Ὁ Κεχαγιὰς ἐπῆγε καὶ ἐπολιόρκησε τοὺς 700 εἰς τὸ Βαλτέτσι. Ἐκεῖ ἐρώτησε ὁ Κεχαγιὰς τὸν Τοῦρκο διὰ τὸν παλαιὸ πόλεμο. Ἀπὸ τὸ Παρθένι βλέπομε τὸν πόλεμο.

Ὁ Κεχαγιὰς ἐρωτᾶ ἕνα γέροντα Τοῦρκο περὶ τοῦ πῶς ἐπολέμησαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι τοὺς Ἕλληνες εἰς τὴν πολιορκίαν.

Ὁ λαὸς ἦλθε μὲ λαγοράβδες. Ὅταν ἦτον οἱ προεστοὶ καὶ οἱ 40 ρῶσσοι καὶ 4 κανόνια τοῦ κάμπου.

Ἀλέξης σημαιοφόρος. Οἱ χριστιανοὶ στέλνουν ἕνα γράμμα. Οἱ Τοῦρκοι στέργουν νὰ πᾶνε στ᾿ Ἀνάπλι. Ἕνας γέροντας Ἀρβανίτης, βλέποντας τὲς ράχες ὄχι ἀπὸ πολεμικοὺς γεμᾶτες, γνωμοδοτεῖ νὰ βγοῦν νὰ πολεμήσουν. Β[ι]αίνουν τζακίζουν οἱ περισσότεροι. Οἱ Μανιάτες καὶ οἱ Ρῶσοι πολεμοῦν. Οἱ Ρῶσοι σκοτώνονται. Ὁ Ἀλέξης ζώνεται τὴν σημαία λαβωμένος, φεύγει εἰς τὴν Κορώνη. Οἱ Τοῦρκοι πᾶνε κατὰ τὴν Μάνη, πλὴν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ προοδεύσουν. Ἔπειτα 4.000 χιλιάδες ἀρβανίτες ἐμπαίνουν. Τότε ἔγιναν οἱ κλέφτες μὲ τὸ ἔμπα τῶν Ἀλβανῶν. Οἱ προεστοὶ ἔμειναν. Ἔπειτα ἦλθε ὁ Καπετάμπεης πασάς.

Εἰς τὸ Βαλτέτσι ἦτον ὁ Κεφάλας, ὁ Κυριακούλης, ὁ Μπεϊζανδές, ἕνας ἀδελφὸς τοῦ Φλέσσα, Μητροπέτροβας, Λιονταρίτες, Μανιάτες, Φαναρίτες.

Δὲν ἐπροφθάσαμε ἡμεῖς νὰ τοὺς χτυπήσομε, μᾶς εἶδαν ὅμως. Καθένας τῶν Ἑλλήνων ἐκαυχᾶτο ὅτι ἐσκότωσε 7 ἢ 8. Μήνας Μάης.

Τζασίτης. Ἡ γλώσσα του, τὰ μάτια του, τὰ αὐτιά του.

Ἀνήμερα τῆς Ἀναλήψεως πολεμοῦμε στὰ Δολιανά. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἐκεῖ διὰ νὰ πᾶνε στοῦ Μυστρᾶ, στὸν Ἅγιον Πέτρον εἰς τὸ Ἄργος.

Πᾶμε στὰ Δολιανά.

Ἅγιος Λιᾶς μᾶς γίνηκες καὶ περπατεῖς μέσα στὲς ράχες - εἶπαν μερικοὶ Λαλαῖοι ποὺ ἐγνώρισαν τὸν Κολοκοτρώνη.

Ἐγινήκαμε 900. Ὁ ἀδελφός μου μὲ τὸ στυλιάρι.

Εἰς τὰ Δολιανὰ ἐπολεμήσαμε ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου. Πολεμοῦμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ἐμπαίνουνε πίσω εἰς τὴν Τριπολιτσά. Ἦτον ὁ Κεχαγιάς.

Τὸ καλοκαίρι πᾶμε εἰς τὴν Ρούμελην μὲ τὸν Λιά. Μὲ τὸν Ὀδυσσέα 4.000.

Φτιάνω πύργους εἰς τὰ Δερβένια καὶ εἰς τὸν Κερατόπυργο καὶ ἐμπόδιζα τοὺς Τούρκους τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ νὰ ἔμπει εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἶχα ὡς 1.000.

Ἀπὸ τὴ θάλασσα εἰς τὸ βουνὸ εἴχαμε ταμπούρια.

Ἔφθασα τὸ Σάββατο εἰς τὴν Τριπολιτσά. Παρασκευὴ ἔπεσε. Ἦτον συνθήκη νὰ βγάλουν μερτικὸ εἰς τοὺς Δερβενοχωρίτες. Διὰ τοῦτο ἐπῆγα.

Συναζόμεθα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ τὸ πάρομε ρεσάλτο. Χινόπωρος.

Στὴν Συνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου γίνονται 4 στρατηγοί.

1822

Ἔκαμαν τὸν Ὑψηλάντη εἰς τὸ βουλευτικό, τὸν Μαυροκορδάτο εἰς τὸ ἐκτελεστικό. Ὁ Ὑψηλάντης ἔρχεται εἰς τὴν ἀνατολικὴ Ἑλλὰς μαζί μου.

Ἡ γερουσία μοῦ χαρίζει τὸ σπαθί.

Εἰς τὸ Δίστομο ἀνταμώνω τὸν Ὀδυσσέα. Προϊδεάζεται κακῶς περὶ τοῦ Ὑψηλάντη. Πᾶμε εἰς τὸ Δαδὶ κοντὰ 5.000. Εἶχα Ἀθηναίους, Θηβαίους, Ἁγιοπετρίτες.

Εἰς τὸ Τουρκοχώρι ἕως 8.000.

Ὁ Σάλας στέλνεται στὸν Ὄλυμπο.

Τὸ Μεγάλο Σάββατο νὰ χτυπήσομε τὴν Στυλίδα καὶ ἁγιὰ Μαρίνα, ἄλλοι καὶ Πατραντζίκι καὶ ἄλλοι στὸ Ζητούνι. Ὁ Ὑψηλάντης μένει μὲ τὸν Πανουριὰ στὴν Δρακοσπηλιά.

Ἐχωρίσαμε τὴν Πέμπτη ἀπὸ τὸ Τουρκοχώρι, τὸ μεγάλο Σάββατο εὑρεθήκαμε εἰς τὸν Ἀχινιὸ μακρὰ 6 ὧρες ἀπὸ τὸ Ζητούνι.

Ὁ Ὀδυσσέας παίρνει τὴν ἅγια Μαρίνα. Τὸ ὀρδὶ καὶ ἐγὼ παίρνομε τὴν Στυλίδα. Εἰς τὴν Στυλίδα κάμνομεν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.

Μᾶς τσακίζουν εἰς τὴν Στυλίδα. Ἑνώνομαι μὲ τὸν Ὀδυσσέα.

Ὁ Δράμαλης μᾶς πολιορκεῖ εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίνα. Εἶχε 17.000.

Πᾶμε εἰς τὴν Βοδονίτζα ριτιράδα. Ὁ Ὀδυσσέας δίδει τὴν παραίτησίν του. Ἀπάντησις: Σοῦ εὐχόμεθα καλό σου κατευόδιο.

Ὁ Ρηγανιὸλ ἀρχιστράτηγος νὰ φυλάξει τὰ Δερβένια. Εἰς τὸ Δαδὶ ἀνταμωνόμεθα μὲ τὸν Ὀδυσσέα. Ἀλβανοί. Προτάσεις.

Πῶς ἐσκοτώθη ὁ Μπαλάσκας καὶ ὁ Ἀλέξης Νοῦτζος. Τσοπάνης παραπονιέται διὰ τὰ πρόβατά του. Ἕνας Ἀρειοπαγίτης μοῦ λέγει διὰ νὰ σκοτώσω τὸν Ὀδυσσέα! Πρωτύτερα μοῦ εἶχε στείλει ἡ Διοίκησις ἕναν Γραμματικόν. Τὸν παίρνω μὲ τὴν κουμπούρα.

Ἔγραψαν τοῦ Γέρου διὰ τὰ τρέχοντα ὅτι ἡ Διοίκησις θέλει νὰ σκοτώσει μερικούς.

Ὁ Γέρος λέγει τὴν ἱστορία τοῦ Βασιλέα μὲ τὲς βέργες καὶ μὲ τὰ παιδιά του. Ὁ Γ. Κολ. τοὺς ἕνωσε. Ἐπῆγε ὁ Ὀδυσσέας εἰς τὸ Δαδί· ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸ Καστράκι.

Περνῶ τὰ Ἑξαμίλια. Πιάνω τὸ Μπερπάτι.

Περνᾶ ὁ Δράμαλης ἀπὸ Κόρινθο καὶ Δερβενάκι. Μένει 17 ἡμέρες εἰς τὸ Ἄργος καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Ἔπειτα ἀπὸ τὲς 17 ἡμέρες ἀναχωρεῖ νὰ πάγει στὴν Κόρθο καὶ ἐτράβαγε ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Ἐγὼ ἤμουν εἰς τὸ Στεφάνι καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω στὰ μεγάλα Δερβένια. Λοιπὸν μοῦ ἔκαμαν φανοὺς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε κατὰ τὴν Κόρινθο. Ἅμα μοῦ ἐκάμανε φανοὺς εὐθὺς διέταξα τὸ στρατόπεδο νὰ κινηθοῦν ὅλοι νὰ τρέξομε κατὰ τοῦ Δερβενακιοῦ. Τὸ Δερβὲνι μακρὰ 1½ ὥρα ἀπὸ τὸ Δερβενάκι. Ἐπήγαινα ἐμπροστὰ ἔφθασαν οἱ Ἕλληνες κατόπι.

Σταματῶ εἰς μίαν βρύσιν ἀποπίσω ἀπὸ τὸν Ἅϊ Σώστη κατὰ τὸ Στεφάνι.

Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης εἶναι εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.

Στρατήγημα.

Ὁ Ἀντωνάκης ὁ Κ. πιάνει πλησίον τοῦ Δερβενακιοῦ. Ὁ Γέρος ρίχνει τουφέκια. Μὲ τὰ τουφέκια ἀνεβαίνω ἀπάνω ἀπὸ τὴν ρίζα εἰς τὸ βουνό. Χτυποῦμε τοὺς Τούρκους ἕως 280 εἰς τὸ Δερβενάκι Ἅϊ Σώστη. Ὁ βράχος, ἡ λαγκαδιὰ ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ κουφάρια. Οἱ Τοῦρκοι, ὅσοι ἐπέρασαν, μένουν στὴν Κουρτιέσα, ὅσοι δὲν ἐπέρασαν πᾶνε στὴν Γλυκειά.

Ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ Δερβενάκι καὶ ἐπιάσαμε πάλι τὸ Στεφάνι. Ἀπὸ τὸ Στεφάνι ἀγναντεύομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Γλυκειά. Παρασκευὴ ἦτον.

Τὴν Τετράδη ἐκάναμε τὸν πόλεμο στὸν Ἅι - Σώστη. Τὴν Πέμπτη εἰς τὸ Στεφάνι ἐμοιράζαμε τὰ λάφυρα, τὴν Παρασκευὴ ξημερώνοντας ἑτοιμασθήκαμε νὰ πιάσωμεν τὰ Δέρβενα τὰ μεγάλα, διατὶ ἔγραφε ὁ Ὀδυσσέας ἀπὸ τὸ Δαδὶ ὅτι ἔρχονται 9.000 Ἀλβανοὶ Γκέκιδες.

Εἴδαμε ὅτι ὁ Δράμαλης ἐκίνησε ἀπὸ τὴν Γλυκειὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ Μπερπάτι Ἁγιονόρι νὰ πάει στὴν Κόρθο. Ἡμεῖς κατεβήκαμε εἰς τοῦ Μπερπάτι ἀποπάνου στὸν δρόμο ἀλλὰ τοὺς μισοὺς τοὺς ἔστειλα εἰς ἄλλον δρόμον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἔκαμαν τὸν τουβά τους καὶ ἐγὼ ἐφύλαγα νὰ βαρέσω τὸν Δράμαλη τὸν ἴδιον, ἕνας παπὰς ἀπὸ τὸν φόβον του ἐπῆρε φωτιὰ τὸ τουφέκι ἀπὸ τὰ χέρια του. Αὐτοὶ πιάνουν μιὰ πλευρὰ καὶ μᾶς ἀδειάζουν τὰ τουφέκια. Βιαίνουν ἀπὸ τὸν δρόμον. Οἱ Ἕλληνες πέφτουν εἰς τὰ λάφυρα. Μὲ τὲς πλάκες ἐμπόδιζα τοὺς Ἕλληνας νὰ μὴ κάμουν λάφυρα, ἀλλὰ νὰ πᾶμε κατόπι τῶν Τούρκων.

Εἰς τὸ Ἁγιονόρι τοὺς χτυποῦμε. Σκοτώνονται ὣς 600. Ἡμέρα ἁγίας Παρασκευῆς τοῦτον τὸν μήνα. Ἔπειτα ἐπῆγα στὸ μεγάλο Δερβένι. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἐσκοτώθηκε ὁ ἀδελφός μου στ᾿ Ἀνάπλι.

Τὸ Ἁγιονόρι εἶναι πλησίον τῆς Κλένιας.

Προσκαλοῦμαι διὰ νὰ εἶμαι ἀρχηγὸς τῶν Ἀθηναίων. Ἄλλοι ἤθελαν τὸν Ὀδυσσέα. Ἐγὼ συμφωνῶ νὰ μείνει ὁ Ὀδυσσέας. Μένει. Ἀφήνει τὸν Γκούρα, ὁ ὁποῖος τὸν σκοτώνει.

Ἐδυναμωθήκαμε εἰς τὸν Ἅγιο Σώστη.

Τὴν ἄλλην ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἔλεγα τοῦ Ἀρσένη - λάκα θὰ τὸ κάμομε ἐδῶ. Ὁ Ἀρσένης μὲ εἶπε τὸ κεφάλι μου θὰ μείνει ἐδῶ ἀλλὰ σπειρὶ γέννημα δὲν θὰ πᾶνε τοῦτοι εἰς τὸ Ἀνάπλι. Κρανιδιώτης.

Τὸ ἀσκέρι μου ἐτσάκισε ἀπὸ τὰ ταμπούρια, ἐσκοτώθηκε ὁ Ἀρσένιος. Τὸν πῆρε ἕνα βόλι στὸ κεφάλι, τοῦ ἔκαψεν τὸ κεφάλι καθὼς ἔλεγε τὸ βράδυ. Οἱ Τοῦρκοι μᾶς παίρνουν τὲς θέσεις, μὲ κλείουν ἐμένα. Γύρω μᾶς ἔχουν μὲ τὰ μπαϊράκια. Ἕνας Δαριώτης ὁ Νικολέτος καὶ ἄλλοι 4 πολεμοῦν. Ὁ Παρασκευᾶς μὲ 50 πιάνει ἕνα τσουγκρί.

Οἱ Ἕλληνες καθὼς ἀκούουν ὅτι εἶμαι κλεισμένος ἔρχονται πρὸς βοήθειάν μου.

Οἱ Τοῦρκοι τσακίζονται ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μας.

Τὸ Παλαμήδι πέφτει. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν συμβούλιο μέσα εἰς τὴν πόλιν. Ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Φωτάκος ηὗρε τὸ κεφάλι τοῦ Ἀρσενίου καὶ τὸ ἐθάψαμε εἰς τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἔπειτα ἐπῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἰς τὸ Παλαμήδι ἀπάνω. Ὁ Κολιόπουλος ἔγινε φρούραρχος. Ἐκάμαμε συνθῆκες μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἐμπαρκάραμε.

1823

Συνέλευσις τοῦ Ἄστρου. Ἐμφύλιος πόλεμος.

Ὁ Ἰμπραΐμης ἐφοβέριζε τὲς Σπέτσες μὲ 3.000. Πάγω στὲς Σπέτσες.

Ὅταν ἔπεσε τὸ Μισολόγγι ἤμουν στὴν Μεσσηνίαν. Ἔπειτα ἤμουν μὲ τὸν Καραϊσκάκη στὴν Λεπσίνα μὲ 800 ἀνθρώπους. Εἰς τὴν Ἀράχοβα ἐσκοτώσαμε τὸν Μουστάμπεη καὶ τὸν Κεχαγιὰ τοῦ Κιουτάγια. Ἔπειτα ἐπήγαμε στὴν Βελίτσα. Ἐκεῖ ἀσθένησα ἀπὸ πλευρίτη. Τὰ γένεια μου ἐκρουστάλλουσαν στὴν Ἀράχοβα. Ἄφηκα τοὺς ἀνθρώπους μου εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ ἐγὼ εἰς τ᾿ Ἀνάπλι γιατρεύομαι ἀπὸ τὸν Μπάλη. Ὁπλαρχηγούς. Ἀγαλόπουλος. Μ᾿ ἔκαμαν ἔπειτα φρούραρχο τῆς συνελεύσεως τῆς Τροιζήνης ὅπου ἐψήφισαν τὸν Κυβερνήτη. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Συνέλευσιν τῆς Τροιζῆνος ἦλθα εἰς Ἀθήνα μὲ στρατιῶτες.

Πάγω εἰς τὴν Μεσσηνία ἐμποδίζοντας τὸν κόσμο νὰ προσκυνήσει.

Ἔρχεται ὁ Κυβερνήτης. Μὲ στέλνει νὰ πραγματευθῶ μὲ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἰμπραΐμ πασᾶ ποὺ ἔφευγαν.

Ἐπῆγα εἰς τὴν Βόνιτζα ὁποὺ ἦτον παρμένη.

Γίνομαι φρουρὰ τῆς Συνέλευσης τοῦ Ἄργους. Πληρεξούσιος τοῦ Λεονταριοῦ.

Γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν Καποδίστρια. Τυραννία· καὶ ὅ,τι νόμους θέλετε δεχόμεθα.

Νὰ τοὺς δώσω ἐγὼ ἕνα σχέδιο.

Τὸ Καβούκι τὸ τινάξετε, τὸ καπέλο ὄχι.

Ὅταν σκοτώθηκε ὁ Κυβερνήτης ἤμουν στὸ Ἄργος.

Εἰς τὴν περίστασιν τοῦ Πόρου· ὁ Μιαούλης ἦτον αὐθέντης τῶν πλοίων, ἐγὼ δοῦλος τοῦ ἔθνους. Εἶπα στοὺς ξένους: Δὲν θ᾿ ἀφήσω τοὺς Ἕλληνες νὰ χαθοῦν· μόνον ἀπὸ μίαν ἀνοησίαν θὰ χαθοῦν.

Μὲ εἶχε διαταγμένον νὰ πάγω στὴν Σύρα.

Πολιόρκησα τὸν Κατζάκο εἰς ἕνα χωριὸ καὶ ἦλθε ὁ Μπαρτεμῆς μὲ 400 Γάλλους καὶ τὸν γλύτωσε.

Εἰς τὴν Μεσσηνίαν εἶχα ταμεῖο, δικαστήριο, φροντιστήριο καὶ τοὺς πλήρωνα τακτικά.

Εἶπε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς τοῦ Ν.[ικηταρᾶ]. Παλούκι εἰς ὅσους δίνουν ψωμί. Οἱ κλέφτες διαλυοῦνται. Ἀναγ.[νωσταρᾶς]. - Νικ.[ηταρᾶς]. - Κ.[ολοκοτρώνης] πᾶνε εἰς τὴν Ζάκυνθο. Οἱ Γάλλοι τοὺς διώχνουν. Ἀναφορὰ τοῦ Ἀναγ.[νωσταρᾶ]. Εἴμεθα ἀπόγονοι τῶν Ἡρώων, δὲν εἴμαστε κλέφτες κλπ. Τοὺς δέχονται οἱ Γάλλοι, τοὺς δίδουν θέσεις.

Στὰ Τρίκορφα εἰς τὴν καλύβα.

Τὰ ἀδέρφια μου ἐσπούδαξαν εἰς τὸν Μαρτελάον. - Ὁμιλία τοῦ Μαρτελάου μὲ τὸν Νικηταρᾶ.

Ἕνας ὀνόματι Φραγγιᾶς ἔρριχνε κανόνια· Οἱ Μπαρδουνιῶτες ἔφυγαν. Ἀπὸ τὸν Φραγγιὰ ἔλεγαν πὼς εἶναι Φραγκιά.